β’ Καθηγουμένης τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κερατέας (+ 1981)
Δημοσιεύεται στήν
συνέχεια τό Ἡμερολόγιο τῆς
ἀοιδήμου Γεροντίσσης Εὐφροσύνης (Μενδρινοῦ, + 1981),
β’ Καθηγουμένης τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Παναγίας
Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας Ἀττικῆς. Πρόκειται γιά
ἕνα κείμενο μεγάλης
ἱστορικῆς σημασίας ἀξίας, διότι
περιγράφει τά πρό
καί κατά τήν
ἵδρυση τῆς μεγάλης
καί ἱστορικῆς αὐτῆς
Μονῆς, ἀπό τῆς
γνωριμίας της μετά
τοῦ Ἁγίου Πατρός
Ματθαίου (1917), μέχρι καί
τῆς κοιμήσεώς του (1950) καί
τῶν σκανδάλων πού
ἀκολούθησαν (1950 – 1953). Τό
κείμενο παρατίθεται αὐτούσιο, μέ
τίς ἀπαραίτητες ὀρθογραφικές
καί συντακτικές διορθώσεις.
Ὅπου χρειάσθηκε νά
προστεθοῦν κάποιες λέξεις ἤ
τίτλοι παραγράφων, γιά νά
γίνει πιό κατανοητό
τό κείμενο, οἱ προσθῆκες αὐτές
ἔχουν τεθεῖ σέ
ἀγκύλη, ἐνῶ τηρήθηκε
τό γλωσσικό ἰδίωμα
τῆς συντάκτριας.
Γεροντίσσης
Εὐφροσύνης
Πρόλογος
εἰς
τήν ἵδρυσιν τοῦ
Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου τῆς Παναγίας
Πευκοβουνογιατρίσσης, κωμοπόλεως
Κερατέας Ἀττικῆς
καί
συγχρόνως καί Πνευματική
μου Διαθήκη.
5η Μαΐου 1971,
τῆς
Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εἰρήνης.
Εἰς τό βιβλιαράκι
αὐτό, τό ὁποῖο ἐβρῆκα
εἰς τό συρταράκι τοῦ
Ἁγίου μου Πατρός Ματθαίου, τοῦ Νέου
Μυροβλύτου – καθώς βλέπετε καί
ἔχει ἀρχίσει [ὁ ἴδιος] νά
γράφει κάτι καί
τό ἔχει σφραγίσει
μέ τίς δύο
σφραγίδες
- ὁ Κύριος νά
μέ φωτίσει νά γράψω, ὅτι
εἶναι πιό κατάλληλον
καί συμφέρον, ἄν κάποτε
φωτισθεῖ καμμία ψυχή
νά δημοσιεύσει τήν
ἵδρυσιν καί ἱστορίαν
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
καί Ἡσυχαστηρίου μας - ὅπως
θέλει καί φωτίσει
ὁ Πανάγαθος Θεός. Ζητῶ
δέ πλειστάκις συγγνώμην, διότι εἶμαι
ἐντελῶς ἀγράμματη καί
δέν ἔχω οὔτε
σύνταξιν, οὔτε καλλιγραφίαν καί
μή μέ παρεξηγήσετε, σᾶς παρακαλῶ.
[1917. Ἡ γνωριμία
μετά τοῦ Ἁγίου
Πατρός Ματθαίου]
Τό ἔτος
1915, εἰς τάς 20 τοῦ μηνός
Μαρτίου, [ἔλαβα τήν ἀπόφασιν]
μέ κάποιαν γειτόνισσάν
μας, Αἰκατερίνην [τό ὄνομα],
νά ἀκολουθήσω τόν βίον
τῆς καλογερικῆς. Μέ ἐπῆρε [τότε ἡ Αἰκατερίνη]
καί ἐπήγαμε εἰς
τήν Ἁγίαν Ἀνάληψιν Παγκρατίου
[Βύρωνος], Μετόχιον τῆς Σίμωνος Πέτρας, πρός
ἐξομολόγησιν, εἰς κάποιον Πνευματικόν
π. Πανάρετον, εἰς τόν ὁποῖον
εἶπα κι ἐγώ
τόν πόθον μου, ὅτι θέλω
νά γίνω καλόγρια. Ἐκεῖνος μέ
ἐρώτησε «τί ἡλικία
ἔχω» καί ἐγώ
τοῦ εἶπα «17
ἐτῶν». Τότε μέ ἐνουθέτησε
πολύ καλά καί
μοῦ εἶπε καί
τοῦτο, ὅτι ἔπρεπε νά κάνω
[εἰς τόν κόσμον] ὅσα
μέ ἐνουθέτησεν καί
[ἐπίσης νά κάνω] ὑπομονήν καί
ὅταν ἔλθω εἰς
νόμιμον ἡλικίαν, τότε νά ἀποφασίσω.
[Ἔτσι] ἐπερίμενα, ἀλλ’ ἐν τῷ
μεταξύ ὁ π. Πανάρετος
ἔμεινε εἰς τήν
Ἁγίαν Ἀνάληψιν μέχρι τό
1917 καί μετά
ἔφυγε καί ἐπῆγε
εἰς τούς Μολάους
[τῆς Λακωνίας], παίρνωντας μαζί
του ὅσες [ὑποψήφιες] ἀδελφές ἤθελε
καί [ἵδρυσε] ἐκεῖ μοναστήρι γυναικῶν. Τότε ἦρθε
εἰς τήν Ἁγίαν
Ἀνάληψιν ὁ Ἅγιος
Πνευματικός μας Πατήρ Ματθαῖος, ἐρχόμενος ἐξ
Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τήν
Μονήν Σίμωνος Πέτρας, διά
Πνευματικός [καί Προϊστάμενος]. Ἤρχοντο
δέ πλήθη κόσμου
πρός ἐξομολόγησιν (διότι ἦτο
ἄριστος Πνευματικός) καί
μεταξύ ὅλων εἴμεθα
καί ἡμεῖς αἱ
ἀδελφαί διά μοναχές (περίπου ἕως
60). Ὅταν ὁ
Ἅγιος Πατήρ μᾶς
εἶδε νά κλαῖμε [μετά
τήν ἀναχώρησιν τοῦ π. Παναρέτου], μᾶς εἶπε
μίαν ἡμέρα μέ
δυνατήν φωνήν, «μήν κλαῖτε
καί ἐγώ θά
κάνω ἕνα μεγάλο
μοναστήρι, ἄν θέλει ὁ
Θεός, καί θά
σᾶς μαζέψω ὅλες, ἀρκεῖ
νά τό θέλετε». Ἐμεῖς [τό δεχθήκαμε] μέ
χαράν καί ὄχι
μόνον τό πιστέψαμε, ἀλλά καί
τό περιμέναμε.
Ἐποθούσαμε νά
κοινοβιάσουμε ὅλες μαζί
εἰς ἕνα κοινόβιον. Κι
ἐγώ ὅπου ἦμουν
ἐλεύθερη ἀπό γονεῖς
καί εἶχα καί
τό θάρρος, ἄρχισα μέ
τήν εὐλογίαν [τοῦ Ἁγίου
Πατρός], νά ψάχνω διά
κατάλληλον μέρος, διά τήν
ἀνέγερσιν μονῆς. Ἀρχικά ἔψαξα
ἐδῶ γύρω ἀπό τόν Ὑμητόν (ἅγ. Γεώργιον Κουταλᾶ, ἅγ. Ἰωάννην Καρέαν). Εἰς
τήν Καισαριανήν ἐγνώρισα τόν Ἡγούμενον
τῆς Μονῆς Πετράκη
καί τοῦ ἐζήτησα νά
μᾶς παραχωρήσει ἕως 100
στρέμματα [διά τήν ἵδρυσιν
τῆς Μονῆς], ἀλλά ὅταν
ἐφθάσαμε εἰς τά [συμβόλαια], μᾶς
ζητήθηκε ἄδεια τῆς Μητροπόλεως [Ἀθηνῶν] καί
ἔτσι σταματήσαμε τήν
ἐνέργειαν ἐκεῖ.
Ἐπήγαμε [ἔπειτα] καί
εἰς διάφορα νησιά (Ὕδρα, Σπέτσες, Κρήτη, Ἄνδρο,
Ἀνάφη) καί ἄλλα
μέρη πολλά, φαίνεται δέν τό ἤθελε
ὁ Θεός καί
ἐπαρήρχετο ὁ καιρός
καί τίποτα δέν
ἐκάναμε. Ὁ
Ἅγιος Πατήρ τότε
ἀγόρασε τό οἰκόπεδο
πίσω ἀπό τήν
Ἁγίαν Ἀνάληψιν (δύο στρέμματα, ἀπό τήν
οἰκογένειαν Τοτόμη) καί μᾶς
εἶπε ὅτι θά μᾶς
ἔκανε ἐκεῖ μερικά
κελλιά (ἕως 33, τά χρόνια
τοῦ Χριστοῦ μας) καί θά
ἐκκλησιαζόμαστε εἰς τήν
Ἁγίαν Ἀνάληψιν. Καί ἔβαλε
τότε ἀμέσως καί
ἄνοιξαν πηγάδι, διά νά
προχωρήσει τό κτήριο.
Αὐτό ἔγινε τό
1919, ἀλλά [μέχρι] τήν ἐξορίαν
τοῦ Ἁγίου Πατρός
[1922, τό ἔργο δέν
εἶχε προχωρήσει].
[Μετά τήν
ἐξορίαν] ὁ Ἅγιος Πατήρ [ἐπέστρεψε]
εἰς Ἅγιον Ὄρος (τόν εἶχε [προσλάβει] ἡ
Μεγίστη Λαύρα), ἀπ’ ὅπου καί
μᾶς ἔγραφε, ὅτι δέν ἔρχεται
πλέον [εἰς τον κόσμον] καί νά φροντίσει
ἑκάστη διά τήν
σωτηρίαν της. [Ἔτσι] αἱ ἀδελφαί διεσκορπίσθησαν, ἡ Ὁσία
μας Μητέρα ὅμως
καί μερικές ἄλλες,
καθώς καί ἐγώ
ἡ ἀναξία, εἴχαμε τήν
ὑπομονήν καί ἐπιμονήν
καί ἐλέγαμε, ὅτι ἅμα
θά βροῦμε τό
κατάλληλο μέρος, θά ἔλθει
ὁ Ἅγιος Πατέρας
μας καί θά
γίνει τό μοναστήρι.
[1924. Ἡ ἀλλαγή τοῦ
Ἡμερολογίου –
1926. Ἡ ἔξοδος τοῦ
Ἁγίου Πατρός εἰς τόν
κόσμο]
Ἐν τῷ
μεταξύ ἔφθασε τό
1924 καί ἄλλαξε
τό Ἑορτολόγιο καί
ἀνάγκη πᾶσα σταματήσαμε
τήν ἔρευνα [γιά τήν
ἵδρυση] τοῦ μοναστηριοῦ καί [ἀσχοληθήκαμε] μέ τό ζήτημα
τοῦ Ἑορτολογίου. Μᾶς ἔστελνε
ὁ Ἅγιος Πατέρας
Σιγγίλια [Πατριαρχικά], τά
βγάζαμε στόν πολύγραφο
καί τά μοιράζαμε
στούς Χριστιανούς, διά νά
στηριχθοῦν στήν Πίστη.
Ἐρωτούσαμε στάς Ἀθήνας
διαφόρους Πνευματικούς και Ἱερεῖς
και οὐδείς ἠδύνατο
να δώσει καταλληλον
ἀπάντησιν, ὄχι διότι δεν
ἤξευραν, ἀλλά μᾶλλον ἐφοβοῦντο. Τέλος το ’26 ἔστειλε ἡ Πνευματική μας Μητέρα
[γ. Μαριάμ] κάποιον Ἀλέξανδρον
Συμεωνίδην στό
Ἅγιον Ὄρος καί
ἔφεραν τόν Ἅγιο
Πατέρα μας στό
σπίτι της.
Ἀπό ἐκεῖ
τόν πήγαμε στόν
Ἀσπρόπυργο, κοντά στήν Ἐλευσίνα, σέ
κάποιο κτῆμα τοῦ κ.
Φρυγανᾶ
(ἀποστράτου Ἀξιωματικοῦ) καί τόν κρύβαμε, διότι ἦταν
πολύ ἀγριεμένα τά
πράγματα μέ τό
ζήτημα τοῦ Ἑορτολογίου.
[1926. Ἡ εὕρεσις
τῆς θέσεως τῆς
Μονῆς Παναγίας]
Μέσα εἰς
ὅλα αὐτά κοίταζα
κι ἐγώ ἡ
ἀναξία στά χωριά
τῶν Ἀθηνῶν, μήπως βροῦμε
κανένα μέρος νά
ἀγοράσουμε, ἔστω 6 ἤ 7 στρέμματα
χωράφι, νά πᾶμε νά
μαζευτοῦμε. Καί αὐτό τό
ἔκανα ἕνεκα τοῦ
ὅ,τι ἔλεγαν τοῦ Ἁγίου
Πατρός μας, νά ἀγοράσουμε
κοντά στό κτῆμα
τοῦ κ. Φρυγανᾶ. Ἐγώ ὅμως δέν
τό ἤθελα, διότι θά ἐγίνετο
γρήγορα κατοικήσιμος ὁ
τόπος (ὅπως κι ἔγινε)
καί δι’ αὐτό ἔτρεχα
στά χωριά τῶν
Ἀθηνῶν, μέ εὐλογία του. [Ἔτσι] ἦλθον τέλη
τοῦ ’26 καί ἐβρήκαμε
αὐτό τό εὐλογημένο
μέρος, ὅπου εἶναι σήμερον
τό Ἱερόν τοῦτο
Ἡσυχαστήριον καί ἀκούσατε
νά ἠξεύρετε καί νά τό
λέτε καί εἰς
ἄλλους, πρός δόξαν Θεοῦ.
Τέλος τοῦ ’26, μετά τά Χριστούγεννα, ἐγώ μέ μία
[ἀδελφή] ἀπό τό
Μαρκόπουλο, τήν Ἑλένη Κόλια,
ἤλθαμε καί βρήκαμε
τό μέρος. Τόν Ἅγιο
Πατέρα μας καί
τήν Ὁσία Μητέρα
μας τούς φέραμε
τήν Δευτέρα τοῦ
Πάσχα τοῦ 1927
καί ἀμέσως ὁ
Ἅγιος Πατέρας, μόλις εἶδε
τό μέρος, εἶπε «μεγάλῃ τῇ
φωνῇ», τό «ὧδε κατοικήσω»
καί τά
λοιπά τοῦ Ψαλμοῦ, ὅπως
ἠξεύρετε καί ἀμέσως
μέ ἄφησε μέ
αὐτή τήν ἀδελφή
Ἑλένη (ὅπου κατόπιν ἔγινε
μοναχή καί μετωνομάσθη
Ἄννα) καί ἐμείναμε
μαζί στό χωριό, νά
μάθουμε τίνος εἶναι
τό μέρος αὐτό, διά
νά προβοῦμε στήν
ἀγορά. [Τελικά] τόν Ἀπρίλιο
τοῦ 1927, ἀγοράσαμε ἀπό
κάποιον Δημήτριον Ἀγγελῆ, τόν
τόπο ὅπου βρίσκεται
σήμερα τό μοναστήρι, ἀπό τόν
ἅγιο Μηνᾶ μέχρι
τό ἐξωτερικό θυρωρεῖο
καί Θεοῦ εὐδοκοῦντος
ἀρχίσαμε τήν ἐπιχωμάτωσιν, διότι ἦτο
βουνό ἀνώμαλο καί
ὅλο κατηφορικό. Τό τί
ὑπέστημεν ἀπό τῆς
Ἀστυνομίας, ἀπό Προέδρους καί
ἀπό Πρωτοσυγκέλλους τῆς
Μητροπόλεως, ὁ Ἕνας
Θεός ἠξεύρει καί γνωρίζει.
[1927. Ἡ ἀνέγερσις
τῆς Μονῆς Παναγίας]
Ἦμουν μόνη μέ
αὐτή τήν Ἑλένη,
ἀλλά ἡ εὐχή
τοῦ Ἁγίου Πατρός
καί τῆς Ὁσίας
Μητρός μας, μοῦ ἔδιναν
θάρρος καί προχωροῦσα κι
ἐγώ δέν ἠξεύρω
πῶς. Τά ἀφήνω διότι
εἶναι ἀνεκδιήγητα καί προχωρῶ
πρός τό προκείμενον
τοῦ λόγου καί σᾶς ζητῶ
συγγνώμην. Ὁ Ἅγιος Πατήρ
ὅλο νά μέ
ρωτάει, «κοντεύουμε, Εἰρήνη;» Τί
νά τοῦ ἔλεγα; «Ἀκόμη, Πατέρα μου» καί
τίποτα ἀπό τά
λυπητερά δέν τοῦ
ἔλεγα. Μόνον μέ τήν
Ὁσία Μητέρα τά
λέγαμε. [Τελικά] τέλος Μαΐου τοῦ 1928, παραμονή τοῦ
ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Θεολόγου, ἤλθαμε εἰς τόν
ἱερόν τοῦτον τόπον, τό
τί ἐπεράσαμε [μέχρι τότε], μόνον
ὁ Κύριος γνωρίζει.
Μέ ὅλα
τά σκάνδαλα καί
τούς διάφορους πειρασμούς, ἀφήσαμε τό
κάτω μέρος ὡς
ὑπόγειο καί ἀπό
ἐπάνω ἐκάναμε τήν
Τράπεζα, ἕξι κελλιά καί
ἐκεῖ πού εἶναι
τώρα ἡ ἁγία
Μαρίνα, τότε εἴχαμε μία ἀποθηκοῦλα, νά βάζουμε
κάτι πρός συντήρησιν.
Ἡ συγκίνησις, τά δάκρυα
ἀπό τήν χαρά
μας καί τόν
ἐνθουσιασμό δέν περιγράφονται, οὔτε λέγονται, τά
ἠξεύρει ὁ Παντογνώστης
Θεός.
[1934. Ἡ ἵδρυσις
τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως]
Τώρα ἀρχίζω
νά γράψω ὀλίγα
περί τῆς ἀνδρικῆς
Μονῆς. [Μέχρι] τό 1933 εἶχον
μαζευθεῖ ὡς 15 ἀδελφοί (ἀπ’
αὐτούς οἱ περισσότεροι
ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ). [Κάποια στιγμή]
τούς κάλεσε ὁ
Ἅγιος Πατήρ, διά νά
τούς στείλει εἰς τό Ἅγιον
Ὄρος, οἱ ἀδελφοί ὅμως
τόν παρεκάλεσαν μέ
πολλήν ἐπιμονήν καί
τοῦ εἶπαν, «ὅπως φροντίσατε διά
τό γυναικεῖο μοναστήρι, προσπαθήσατε καί
δι’ ἐμᾶς, νά σᾶς ἔχουμε
κι ἐμεῖς Πνευματικόν
μας πατέρα» καί ἄλλα
πολλά. Ὁ Ἅγιος Πατήρ
ἀμέσως, μέ τά
παράπονα τῶν ἀδελφῶν, πάλι
ἐμένα ἔστειλε καί
τήν ἀδελφή Ἑλένη, τό 1933, νά βροῦμε
τόπο διά τούς
ἀδελφούς. [Ἐμεῖς] φροντίσαμε καί εὑρήκαμε
τό κτῆμα τοῦ
Δροσοπούλου καί τό
ἀγοράσαμε διά νά
γίνει ἡ ἀνδρική Μονή, καθώς
καί τήν βλέπετε
σήμερον.
Ὁ Ἅγιος
Πατήρ ἐποθοῦσε πάρα
πολύ νά τακτοποιηθοῦν
οἱ ἀδελφοί καί
νά ἔχουν χωριστά
καί τά ὑλικά
τους [ἀγαθά] καί
τό ταμεῖο τους, μόνον
στά πνευματικά νά
εἶναι μαζί [μέ τήν
γυναικεία Μονή], διά τόν
στηριγμόν τῆς Πίστεως, ὅπως
μᾶς εἶχε διδάξει
κατά τάς παραδόσεις
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Περίμενε ἡμέρα μέ τήν
ἡμέρα νά τά
τακτοποιήσει ὅλα κανονικά, ὅπως [προβλέπουν] οἱ διατάξεις
τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως
καί τό ἔπραξε παρ’ ὅλο
τό γῆρας του. Μέ
ἐπιτίμια αὐστηρά [ζήτησε] νά συναχθοῦν
ὅλοι οἱ πατέρες
στήν ἀνδρικήν Μονήν τῆς Μεταμορφώσεως
τοῦ Σωτῆρος, διά τήν
πνευματικήν τους πρόοδον. Ἔδωσε μάλιστα
ἐντολήν νά ἔλθει
ὁ π. Βικέντιος μέ τό φορτηγόν
αὐτοκίνητο, νά φορτώσουν ὅλα
τά ἐξαρτήματα τοῦ
Τυπογραφείου, διά νά συνεχίσουν [εἰς τήν ἀνδρικήν
Μονήν] τήν ἔκδοσιν τοῦ
Περιοδικοῦ «Πολύτιμος
Θησαυρός Μετανοίας»,
καθώς καί τοῦ
Μεγάλου Συναξαριστοῦ καί
ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων
καί τοῦ Προσευχηταρίου.
Ἡ παραμονή
τῶν πατέρων εἰς
τήν Παναγίαν δέν
εἶχε ἄλλον σκοπόν, παρά
μόνον ἕως ὅτου
τακτοποιηθεῖ ἡ οἰκοδομή
τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως. Ἐφ’ ὅσον ἡ
Μεταμόρφωσις ἐτακτοποιήθη,
ἦτο πλέον ἀνάρμοστον
καί κατακριτέον νά
παραμένουν πλέον οἱ
πατέρες εἰς τήν
γυναικείαν Μονήν.
Τά δύο
μοναστήρια μέ τήν
δύναμιν τοῦ Θεοῦ, ἐπροχωροῦσαν πολύ
καλά ἕως τό 1940, ὁπότε
ἐκηρύχθη ὁ πόλεμος. [Τότε] σταμάτησαν
τά ἔργα καί
κοιτούσαμε ὅπως ὅλος
ὁ κόσμος [τί θά
ἀπογίνουμε]. Ἕως τό 1946
ὅλα ἦσαν ὑπό
σκέψιν καί ὁ
Ἅγιος Πνευματικός μας Πατήρ, ὁ
ὁποῖος ἔβλεπε τήν
ἡλικία του νά
περνάει, ἤθελε ὁπωσδήποτε νά τακτοποιηθοῦν
οἱ Μονές. Ὅμως ἔπεσαν
ἔριδες καί ἔγιναν
διαιρέσεις καί διαρκῶς
σκάνδαλα ἀναμεταξύ μας, ὁπότε
ἦλθε τό ’50 καί
ἀρρώστησε ὁ Ἅγιος
Κτίτοράς μας καί τόν Μάϊον
τοῦ ’50 μᾶς ἄφησε
χρόνους. Τό τί ἔγινε
τότε ἀναμεταξύ μας
ὁ Ἕνας Θεός
γνωρίζει τήν ἀλήθεια.
[Τά σκάνδαλα
τοῦ 1950]
Ἐδῶ γράφω ὀλίγα, διά νά
μή μείνει τό ζήτημα
σκοτεινό. Μία καλή
συννεόησις μεταξύ μας θά τά ἐδιόρθωνε ὅλα, ἀλλά
δυστυχῶς ἕνας καλόγερος
ἀπό αὐτούς [τούς ἀποστάτες], ἀπό τήν
πονηρία καί τόν
φθόνο πού εἶχε, πῆγε
εἰς τίς ἐφημερίδες
καί ἔκανε ψευδοκαταθέσεις καί
μᾶς ἐβάλανε εἰς τήν φυλακήν, ἐμένα καί τήν Ὁσία
μας Μητέρα, 14 [συνολικῶς] ἄτομα.
Ἐπί δύο
χρόνια εἴμεθα ὑπόδικοι
καί κατόπιν ἕνας - ἕνας
ἐλευθερώνουνταν. Ἐγώ καί ἡ Ὁσιωτάτη
Πνευματική μας Μητέρα
δικασθήκαμε 10 χρόνια
φυλάκιση. [Αἰτία] δέν ἦτο οὔτε
ἡ Μαργέτη, οὔτε ἡ
Παπαθανασοπούλου, ἦτο ἡ διαίρεσις
τῆς ἀνδρικῆς Μονῆς καί ἡ
ἀλήθεια [αὐτή] φαίνεται ἕως σήμερον
καί θά φαίνεται. Διότι ὅσοι
ἐπαναστάτησαν, δέν ἔμειναν πλέον
εἰς τήν Μονήν, ἀλλά
ἄλλοι πέταξαν τά
ράσα καί ὑπανδρεύθησαν,
ἄλλοι πῆγαν εἰς τό ἐξωτερικόν, ἄλλοι γυρίζουν
εἰς τάς Ἀθήνας, ἄλλοι
γύροθεν εἰς τήν
Κερατέαν καί μερικοί
εἰς τό τέλος πῆγαν εἰς τό Ἅγιον
Ὄρος. Δέν τούς ἀφήνει
ὁ ἔλεγχος [τῆς συνειδήσεως] νά ἔλθουν
εἰς τήν μετάνοιάν
τους. Ὁ Θεός συγχωρέσει
τους καί πάλι
πολλές φορές ὁ
Θεός συγχωρέσει τους, ἀλλά
ἐμεῖς τί γίναμε;
Μᾶς ἔβαλαν
φυλακή, ἀλλά εἰς τό Δικαστήριο
δέν ἐπαρουσιάζετο κανείς, ὅταν
ἐφώναζαν τά ὀνόματά
τους. Ἡ Μητέρα
μας δέν ἐπρόφθασε
νά τελειώσει τήν
ποινή της, διότι ἀπό
τίς πολλές στενοχώριες
ἐφαρμακώθηκε καί ἐκοιμήθη
ἐν Κυρίῳ,
ἡ ἁγία
ψυχή πού δέν
ἔβλεπε τίποτε ἄλλο, παρά
το πῶς νά σώσει
ψυχές. Δέν τήν εἶδα [νεκρή] τήν Ἁγία
μου Μητέρα, ἀλλά μέ
χίλια παρακάλια εἰς τόν
Εἰσαγγελέα, ἄφησε [τελικά]
νά τήν
πᾶνε εἰς τό μοναστήρι
μας, νά τήν θάψουν!
Ἐγώ ἡ
ταλαίπωρος ἐσυνέχισα εἰς τάς
φυλακάς ἐπί 9
μῆνες ἀκόμη. Μετά ἐπήγα
ἐξορία εἰς τήν
Ρόδο, διότι Ὑπουργός Δικαιοσύνης
ἦταν ὁ δικηγόρος
τῶν ἀντιδίκων μας
καί κοιτοῦσε μέ
κάθε τρόπο νά διαλύσει
τό μοναστήρι. Καί μέ
ὅλα αὐτά ὅπου
ἔγιναν, εὑρῆκε καί ἡ
Μητρόπολις εὐκαιρία νά
μᾶς διαλύσει. Τέλος, μέ
πολλάς ἐνεργείας τῆς
ἀδελφῆς Ἰουλιανῆς, μέ τήν
χάρη τοῦ Χριστοῦ
καί τῆς Παναγίας
μας, ἐβγῆκα ἀπό τήν
φυλακή λόγῳ ἀνηκέστου βλάβης [τῆς
ὑγείας μου] καί μέ
πολλά μέσα δέν ἐφυλακίσθηκα πλέον, ἀλλά
τό μοναστήρι μας
εἶχε φθάσει εἰς
μεγάλην ἀνάγκη.
Ὅλα αὐτά δέν τά
γράφω πρός κατάκρισιν, μή γένοιτο, ἀλλά
διά νά γνωρίζετε
οἱ ἀδελφές πώς
ἀκούσθηκε [δυσφημήσθηκε] τό μοναστήρι
μας καί δέν ἠξεύρει
ὁ καθένας τί
πράγματι συνέβη.
[Πνευματική Διαθήκη]
Ἐδῶ τελειώνω
ἐν ὀλίγοις τήν
ἵδρυσιν τοῦ μοναστηριοῦ
καί τώρα θά
κάνω μέ τήν δύναμιν
τῆς Παναγίας μας μίαν Πνευματικήν Διαθήκην, ἀπό
ἐκεῖνα πού ἐδιδάχθηκα
ἀπό τόν Ἅγιον Πνευματικόν
μας Πατέρα καί
θά σᾶς παρακαλέσω
πάρα πολύ νά
τά φυλάξετε ἀπαρασάλευτα
ὅλα, μέ προσοχήν καί
ἀγάπην.
Ἐν Ὀνόματι
τῆς Ἁγίας, Ὁμοουσίου, Ζωοποιοῦ
καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ πρεσβείαις τῆς
Παναγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου
καί Πάντων τῶν
Ἁγίων καί οἱ εὐχές
τῶν ἁγίων Κτιτόρων
μας (ὅπου μαζί ἀρχίσαμε
τό ἱερόν τοῦτο ἔργον, τό Ἡσυχαστήριον τοῦτο), νά
μέ φωτίσουν καί
ὁδηγήσουν καί ἐμένα
τήν ἀναξία πάντων
(ὅπου πάντοτε ἦμουν), νά
σᾶς γράψω ὡραῖα
καί ψυχωφελή λόγια σωτήρια, πρός
ψυχικήν σωτηρίαν. Ζητῶ δέ
ἀπό τήν ὑμετέραν
ἀγάπην μυριάκις συγγνώμην
διά τήν ἀμάθειάν
μου, διότι εἶμαι ἀγράμματος, συγχωρέστε με
καί ἀρχίζω.
[Ἐμμονή εἰς τήν
γνησιότητα τῆς Πίστεως]
[Κατ’ἀρχήν] νά
τηρήσετε τήν Πίστιν
μας καθαράν καί
ἀμόλυντον, ὅπως τήν παρέδωσαν
οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί αἱ Ἅγιαι
ἑπτά Οἰκουμενικαί Σύνοδοι. Ποτέ, μά ποτέ νά μή δεχθεῖτε
οὔτε μία ἐλάχιστη
λέξη [ἀντίθετη] ἀπό κανένα, ὅπως πολλάκις
μᾶς συμβούλευε ὁ
Ἅγιος Πατέρας καί Κτίτοράς
μας, οὔτε ποτέ στήν
διάνοιά σας νά
ἀφήσετε νά εἰσέλθει
τίποτε τό ἐλάχιστο. Τά
γράφω αὐτά διότι
θά ἔλθει μεγάλος
διωγμός εἰς τήν
Ἐκκλησία καί δέν
ἠξεύρω ἄν θά εἶναι ὁ
Ἅγιος Πατρῶν νά
σᾶς στηρίξει (ἤ
κάποιος ἄλλος), δι’ αὐτό
σᾶς τά γράφω
αὐτά καί παρακαλῶ
νά τύχω συγχωρήσεως.
[Ἐμμονή εἰς
τήν καλογερικήν τάξιν – Τά
καθήκοντα προσευχῆς]
Δεύτερον ζήτημα,
νά φυλάξετε τήν
καλογερικήν ζωήν ἀπαρασάλευτον, καθώς μᾶς
ἐδίδαξε ὁ Ἅγιος
Πνευματικός μας Πατέρας. Νά ἐκτελεῖτε τόν
κανόνα σας προθύμως
καί χωρίς γογγυσμό. Τό
πένθος σας νά μήν
τό ἀφήσετε ποτέ καί νά
βιάζεσθε νά κατεβαίνετε ὅλες [εἰς τήν
ἐκκλησίαν, διά τήν Ἀκολουθίαν]. Ἀλλά, σᾶς
παρακαλῶ, ὅταν κατεβαίνετε νά μήν
περιφέρεσθε [ἐδῶ κι
ἐκεῖ], ἀλλά νά [κάθεσθε] εἰς τήν θέσιν
σας μέ συστολήν
καί φόβον Θεοῦ καί νά
ὑψώνετε τόν νοῦν
σας ὑψηλά εἰς τόν Θεόν καί νά
ἔχετε τήν συνείδησιν, ὅτι πηγαίνετε
νά ὁμιλήσετε μαζί
Του καί νά
τοῦ ζητήσετε πρῶτα νά
σᾶς φωτίζει εἰς
τό ἀγαθόν.
Νά φέρνετε
τόν ἑαυτόν σας
ἐνώπιόν Του ὡς
ἕνα μηδέν (ὅπως καί
εἴμεθα) καί ἀφοῦ
γονατίσετε ἔμπροσθέν Του
νοερῶς καί μέ
τήν διάνοιαν, ὅπως σᾶς
γράφω ἀνωτέρω, τότε μέ
πόνο ψυχῆς καί
δάκρυα εἰς τούς
ὀφθαλμούς σας, ἀνοίξατε τό
στόμα σας νά τοῦ εἰπῆτε: «Κύριε, Κύριε ἄνοιξέ μας τήν
θύραν τοῦ Παραδείσου, τήν θύρα
τοῦ σπιτιοῦ Σου καί βάλε
μας» ἤ μᾶλλον «βάλε μας
κι ἐμᾶς Χριστέ
μου γλυκύτατε, μαζί μέ τόν ληστήν
εἰς τήν Βασιλείαν
Σου» καί ἀμέσως θα
ἔρχονται τά δάκρυα. Μή
ὅμως, παιδιά μου καί
ἀδελφές μου, μή
κατόπιν, ἀφοῦ πενθήσετε καί
αἰσθανθῆτε, ὅτι ὁμιλήσατε μέ
τόν Θεόν, μή
μόλις ἀρχίσει ἡ
Ἀκολουθία, ἄλλη νά φεύγει
χωρίς ἄδειαν καί νά
πηγαίνει ὅπου θέλει
καί ἄλλη νά
κοιμᾶται, διότι τότε χάνεται καί
τό πένθος ὅπου
ἔκαμε.
[Ἐπαναλαμβάνω]
ὅταν θά
πηγαίνετε εἰς τήν
ἐκκλησίαν, νά πηγαίνετε μέ
μεγάλην προθυμίαν καί νά στέκεσθε
μέ εὐταξία καί
προσοχή. Ὁ νοῦς σας
ὑψηλά εἰς τόν
Θεόν. Νά σηκώνεσθε εἰς
τά Κεκραγάρια, Πασαπνοάρια,
Δοξαστικά. Εἰς τήν Θείαν
Λειτουργίαν μεγάλη προσοχή. Νά
μήν ὁμιλῆτε καθόλου, ἐκτός μεγάλης
ἀνάγκης καί τότε
πολύ σιγά, διά νά
μήν [ἀπασχολεῖται] ὁ
νοῦς σας εἰς τά πρόσκαιρα
καί μάταια πράγματα. Να
φροντίζετε να [διατηρεῖτε]
τον νοῦν
σας, ὅσον δύνασθε πιο
ὑψηλά. Νά μήν λείπει
τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…»
ἀπό τόν νοῦν
καί τήν καρδιά
σας καί ἡ
χάρις Του θά σᾶς
[σκεπάζει] καί βοηθεῖ.
[Τάξις καί
συμπεριφορά κατά τήν
τράπεζα]
Μετά δέ
ὅπου θά τελειώσει
ἡ Θεία Λειτουργία
ἤ ἡ Ἀκολουθία, ὅταν θά
πᾶτε νά ἡσυχάστε,
σᾶς παρακαλῶ παιδιά
μου [νά τό κάνετε] μέ
μεγάλη σιωπή. Καί ὅταν
πάλι σηκωθεῖτε νά
πᾶτε εἰς τήν
πρωϊνή τράπεζα καί πάλι μέ μεγάλη
σιωπή καί σχῆμα
ταπεινό νά μπεῖτε εἰς τήν Τράπεζα,
διά νά πάρετε
ὅ,τι στείλει ἡ
Παναγία. Ὄχι μέ φωνές καί αὐθάδεια, διότι τότε
ἔχει ἡ Τραπεζάρισσα
τό δικαίωμα νά μήν δώσει
τίποτε αὐτή τήν
ὧρα [εἰς τήν ἀδελφήν
ὅπου αὐθαδίασε], ἀλλά
ἀφοῦ σηκωθεῖ ἡ τράπεζα,
νά τήν
φωνάξει καί νά
τῆς δώσει τήν
μερίδα της, νά φάγει
εἰς τό ἄκρον
τῆς τραπέζης ὡς
καταφρονημένη καί νά
τήν συμβουλεύσει καί
νά τῆς εἰπεῖ:
«Διά πρώτην φοράν
σέ ἐφώναξα [νά φάγεις], ἄλλην φοράν
ἄν τό κάνεις, θά
σέ ἀφήσω τελείως
νηστική».
Κάθε ἀδελφή
ἔχει τό δικαίωμα
νά εἰπεῖ μέ
ταπείνωσιν εἰς τήν
Τραπεζάρισσαν, «συγχώρησόν με,
ἀδελφή, ἀλλά αὐτό τό φαγητό
μέ πειράζει εἰς τό στομάχι
ἤ εἰς τήν
χολήν» καί ἡ
Τραπεζέρισσα ὠφείλει διά τάς ἀσθενεῖς, νά
ἔχει κάτι ἰδιαίτερο. Μόνον νά
προσέξουν ἀμφότεροι καί
οἱ δύο, νά μή
μεταχειρίζωνται ψέμματα,
διότι αὐτό τό
ἀμάρτημα δέν συγχωρεῖται
καί εἰς τόν
Πνευματικόν νά πᾶνε, διότι
λέγεται δολιότης. Ἐάν ὡς
ἄνθρωπος [κάποια ἀδελφή] τό
κάνει μίαν φοράν καί τό ἐξομολογηθεῖ
μέ συντριβήν καρδίας, νά συγχωρεῖται. Ἄν ὅμως
[γίνεται ἐκ συστήματος], ἀλοίμονον καί
εἰς αὐτήν καί
εἰς τόν Πνευματικόν
ὅπου θά τήν
συγχωρήσει.
Νά φυλάττετε
τήν νηστεία, καθώς γράφουν
τά βιβλία μας. Νά
μήν ζητᾶτε λαδερά
φαγητά, ὅπως σᾶς ἔχω
πεῖ καί προφορικῶς,
μόνο εἰς τούς
πολύ ἀσθενεῖς νά
τούς δίδεται σπορέλαιο, ἐκτός Τετάρτης
καί Παρασκευῆς [ὁπότε] θά καταλύουν
τελείως νηστήσιμο, [διότι]
τήν δύναμη τήν
δίδει ὁ Χριστός
μας καί ὄχι τό
φαγητό.
[Συμπεριφορά κατά
τήν ἐργασία καί τά διακονήματα]
Μετά [τήν πρωϊνήν
τράπεζαν], θά πᾶτε εἰς
τήν ἐργασίαν σας, εἰς
τήν διακονίαν σας, μέ
τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς» εἰς
τό στόμα καί
τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε
σῶσον ἡμᾶς» εἰς τήν
καρδίαν καί τήν
ψυχήν. Ὄχι μέ ἀργολογίαν
καί ἄπρεπα λόγια, διότι
τότε φυγαδεύετε τό
Ἅγιον Πνεῦμα καί
καλεῖτε τόν Σατανᾶ. Μάλιστα ἑκάστη
Διακονήτρια, πρέπει νά ἔχει
μεγάλην προσοχήν, νά νουθετεῖ
καί ἐλέγχει τίς
ἀδελφές μέ ὡραῖο
(ἀλλά αὐστηρό) τρόπο καί
ἐάν δέν τῆς
ὑπακούουν, νά τίς κανονίσει. Ἄν
δέ αὐθαδιάζουν νά
τίς ἀναφέρει εἰς
τήν Ἡγουμένη καί
νά κανονισθοῦν αὐτήν
τήν ἡμέραν νά
μή φάγουν τίποτε. Ὄχι
διά ὁποιον-δήποτε ἄλλο λόγο,
ἀλλά διά
νά ἔχουμε οἱ
αδελφές πρό ὀφθαλμῶν, ὅτι
εἴμεθα μοναχές, νύμφαι Χριστοῦ
καί πρέπει νά
κάνουμε ὑπακοή.
Οἱ δέ
Διακονήτριες νά ἔχουν
κι αὐτές συστολή
καί μέ ὡραῖο
τρόπο νά νουθετοῦν τίς
ἀδελφές, διά νά μή
βρίσκουν λόγους νά
αὐθαδιάζουν. Ἐάν ὅμως δέν
συμμορφώνονται, νά τίς ἀποβάλει
ἡ Διακονήτρια ἀπό
τήν Διακονία καί νά
τίς ἀναφέρει εἰς τήν
Ἡγουμένην καί ἡ
Ἡγουμένη διά σωφρονισμό
νά τίς στέλνει
εἰς τό περιβόλι
ἤ εἰς ἄλλα
μέρη.
[Ἡ ἔξοδος
ἀπό τήν Μονή]
Ἐπίσης οἱ
ἀδελφές, νά μή περιφέρωνται
ἔξω ἀπό τήν
Μονή, χωρίς μεγίστην ἀνάγκην
καί κατόπιν ἐντολῆς. [Ὅποια πρέπει
νά βγεῖ], θά ἀναφέρει
εἰς τήν θυρωρό
διά ποίαν ὑπόθεσιν
θέλει νά βγεῖ
καί πού θά
πάει, μέ ταπεινή φωνή, χωρίς αὐθάδια. [Ἄν
αὐθαδιάσει], θά τήν
ἀφήνει ἡ θυρωρός
νά βγεῖ, ἀλλά θά
ἀναφέρει [σχετικά] εἰς τήν
ἐπιτετραμένη καί νά
κανονίζεται, διά νά
διορθώσει τόν τρόπον
της.
[Κανόνες μοναχικῆς
συμπεριφορᾶς]
Ὅλες σας
οἱ προσπάθεις νά
εἶναι πρός τό
καλό. Νά ἔχετε ταπείνωση, ὑπακοή, καθαρά ἐξομολόγηση. Νά μή
κρύπτετε τούς λογισμούς
σας. Νά μή κάνετε
τίποτε κρυφά, χωρίς νά
ρωτᾶτε τήν Γερόντισσά
σας καί μέ
τήν ἐντολή της
νά κάνετε ὅτι
θά σᾶς πεῖ, μέ
μεγάλη ἀγάπη καί
ἀφοσίωση, ὡς νά ὁμιλεῖτε
μέ τήν ἴδια
τήν Παναγία μας. Θά
σᾶς εὐφραίνει καί
θά σᾶς παρηγορεῖ, ὅτι κάνετε
τό θέλημα τῆς
Γεροντίσσης καί ὄχι
τό δικό σας.
Νά μή
δεχθεῖτε κανένα δικό
σας πρόσωπο ἤ συγγενή (πατέρα ἤ
μητέρα ἤ ἀδελφό
ἤ ἀδελφή ἤ γνωστό), χωρίς νά
πάρετε εὐλογία, τήν ὡρισμένη
ὧρα ὅπου ἔχουμε
ὁρίσει. Ὅποια [ἀδελφή] δέν συμμορφωθεῖ, θά τιμωρεῖται
αὐστηρά.
Σᾶς παρακαλῶ
μή σκληρύνεσθε καί
ἀδημονεῖτε καιί καταράσθε,
ἔχετε τό
ἐλεύθερο τῆς ἐξομολογήσεως, ἀλλά ἡ
ἐξομολόγησις νά εἶναι
καθαρά και εἰλικρινῆς
καί νά λέτε
στήν Ἐξομολογήτριά σας
καί τόν Πνευματικό: «Ἐγώ ἐξομολογοῦμαι, ὅπως μοῦ
τά λέει ὁ
λογισμός καί ὅπως
τά βλέπουν τά
μάτια μου, ἀλλά μήπως ὁ
πονηρός μοῦ τά
φέρνει ἔτσι; Ἡ Ὁσιότης σου νά μοῦ
δώσει τόν κατάλληλο
κανόνα καί νουθεσία
καί ἔλεγχο νά
διορθωθῶ». Νά
προσπαθεῖτε νά δέχεσθε
ἔλεγχο, κἄν δικαίως, κἄν ἀδίκως
καί θά ἔχετε
μεγάλο μισθό καί
εὐλογία Κυρίου.
Νά προσέχετε
πολύ, μά πάρα πολύ, ἀπό
τήν ψευδολογία, διότι τό
ψεῦδος κρύβει πολλά ἄλλα καί ἡ
Ἐξομολογήτρια καί ὁ Πνευματικός αὐτές
πού ψεύδονται νά μήν τίς
κοινωνοῦν, ἕως νά ὑποσχεθοῦν
πώς θά σταματήσουν
τελείως την ψευδολογία. Νά μήν
κατακρίνετε, νά μήν συκοφαντῆτε, νά μήν
λοιδωρῆτε. Ὄχι ἀστεῖα καί
μετεωρισμούς καί ἀργολογίες, διότι θά
δώσουμε λόγο ἐν
ἡμέρᾳ Κρίσεως καί γιά
ἕναν ἀργό λόγο.
Νά ἔχετε
ταπείνωση καί σεβασμό
καί εἰς τούς
μεγαλυτέρους, [ἀλλά] καί εἰς τούς
μικροτέρους, νά εἶστε καλό
παράδειγμα. Νά μήν λέτε,
«ἔχω 20 ἤ
30 ἤ καί 40 χρόνια
στό μοναστήρι». [Διότι] δέν μᾶς
ὠφελοῦν, παιδιά μου, τά χρόνια,
ἀλλά ἐκεῖνο πού
μᾶς ὠφελεῖ εἶναι
ἡ ἀπόκτησις τῶν ἀρετῶν. Καί
πάλι ἄν κατορθώσουμε
κάτι, μήν ὑπεραιρόμεθα, ἀλλά
νά τά ἀποδίδουμε
ὅλα εἰς τήν
δύναμη τοῦ γλυκυτάτου
μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως
μᾶς λέει ὁ
Ἴδιος: «Χωρίς ἐμοῦ, οὐ δύνασθε
ποιεῖν οὐδέν»(Ἰω. 15, 5).
Διότι, «ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμέν» (Λουκ. 17,10)
Νά ἀγαπᾶτε
τό μοναστήρι μας
καί νά μήν [θέλετε] νά ἐξέρχεσθε
τῆς Μονῆς, ἐκτός μεγάλης ἀνάγκης. Καί νά μήν
σκληρύνεσθε, ὅταν δέν θά
σᾶς ἐπιτρέψει ἡ
ἐπιτετραμένη νά ἐξέλθετε, ἀλλά εἰρηνικά
νά λέτε, ὅτι «ἔτσι
τό ἐπέτρεψε ὁ
Κύριος».
Νά ἔχετε
ἀγάπη ἀναμεταξύ σας, ἀλλά
ἀγάπη κατά Θεόν, ὄχι
ἀγάπη σατανική καί
δαιμονική, διότι αὐτή ἡ
ἀγάπη λυπεῖ τό Ἅγιο
Πνεῦμα καί φυγαδεύεται καί
ἐγκολπούμεθα τόν Σατανᾶ.
Νά προσπαθῆτε
νά φυλάττετε παντί
σθένει τάς ἐντολάς
τοῦ Κτίτορός μας
Ἁγίου Πατρός καί
ὅταν θά τάς
φυλάττετε, θά βλέπετε καθημερινῶς
θαύματα μπροστά σας.
Νά μήν
σκληρύνεσθε, μήν ὑποκρίνεσθε καί μή εἰρωνεύεσθε
τίς ἀδελφές πού
σᾶς ἐπιβλέπουν. Πολύ νά τό
προσέξετε αὐτό, διότι ἡ εἰρωνεία διαβαίνει
εἰς τό Πνεῦμα
τό Ἅγιο. Ἡ
κάθε ἐπιτετραμένη δέν
μπῆκε μόνη της
εἰς τήν θέσιν
αὐτήν, ἀλλά ἐξελέγη ἀπό τό [ἡγουμενο]Συμβούλιο καί
ὡς ἐκ τοῦτο
τό Πνεῦμα τό
Ἅγιο τήν ἐξέλεξε.
Νά μήν
δικαιολογῆτε ποτέ τόν
ἑαυτό σας, ἀλλά πάντοτε
νά τόν βγάζετε
φταίχτη.
Νά ἔχετε
μνήμη θανάτου, νά μήν
σᾶς λείπει τό
πένθος καί τά
δάκρυα, αὐτά θά σᾶς
ὠφελήσουν πολύ.
Σᾶς νουθετῶ
καί σᾶς παρακαλῶ, διά
τήν σωτηρίαν τῆς
ψυχῆς σας, ὁ πόθος
καί ἡ προσπάθειά
σας νά εἶναι
ὑπέρ τοῦ κοινοβίου
μας καί τοῦ
κοινοῦ μας σκοποῦ
καί ὁ Κύριός
μας Ἰησοῦς Χριστός
θά σᾶς δυναμώνει, φωτίζει καί
εἰρηνεύει.
Ὁ Κύριος θέλει
τό τέλειο καί
ἀγαθό καί εὐάρεστο. Νά
γνωρίζετε δέ καί τοῦτο, ὅτι ὁ γλυκύς
Ἰησοῦς θέλει τήν
κοινοβιακή ζωή καί
ὄχι τήν ἰδιόρυθμη. Ἡ
ἰδιόρυθμη ζωή εἰς
τούς μοναχούς καί
τίς μοναχές εἶναι
καταστροφή τῆς ψυχῆς.
Νά μήν
κοινωνῆτε μέ τήν
συνείδησή σας βεβαρυμένη. Ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα νά προσπαθῆτε
νά προχωρῆτε πρός
τά ἐμπρός, πρός τήν
κάθε ἀρετή, πρός τό
συμφέρον τῆς ψυχῆς καί ὄχι
τοῦ σώματος. Διότι τό
σῶμα εἶναι χῶμα καί ζητεῖ
τά τοῦ χώματος, ἡ
ψυχή ὅμως ὅπου
εἶναι πνεῦμα, ζητεῖ
τά οὐράνια καί τῆς εἶναι
μεγάλος ἐχθρός καί πολέμιος τό
σῶμα. Ἐπειδή ἡ ψυχή θά
παρουσιασθεῖ εἰς τόν
Νυμφίον Χριστόν, διά τοῦτο πρέπει νά τήν βοηθήσουμε ὅσον ἡμποροῦμε
περισσότερο.
[Ἀφιλοχρηματία]
Νά μήν
κρατᾶτε χρήματα, οὔτε φανερά, οὔτε
κρυφά. Καί αὐτές [οἱ ἀδελφές] ὅπου
δυστυχῶς κρατᾶνε, κακῶς κάνουν
τό θέλημά τους. Νά
προσπαθήσετε νά διορθωθοῦν
καί αὐτές σύν τῷ χρόνῳ
καί ἄν τοῦτο
εἶναι ἀδύνατον, ἄλλες [ἀδελφές]
νά μήν φθάσουν
εἰς αὐτό τό
σημεῖο. Νά τό προσέξετε καλά
αὐτό τό ζήτημα. Ἅμα
[ὑπάρχουν ἀδελφές] ὅπου δέν τούς ἀρέσει [αὐτή
ἡ τάξις], νά φύγουν
[ἀπό τήν Μονή] καί
νά πᾶνε ὅπου θέλουν, μακάρι νά
ἔχουν τοῦ Κροίσου
τά πλούτη.
[Ἐπίσης], νά μήν [πλέκουν
κάποιες ἀδελφές] κομβοσχοίνια
κρυφά, διά νά τά
πουλήσουν ἤ τά
δωρίσουν, [διότι χωρίς εὐλογία] ἐμφολεύει ὁ
Σατανᾶς. [Ἀκόμη] κι ἄν
τό ἐξομολογηθοῦν εἰς
τόν Πνευματικό, θά βρεθεῖ
κι αὐτός μπερδεμένος. Εἶναι ὁ
Θεός νά ζήσει τό μοναστήρι
καί ὄχι τά
ἄτομα μέ τίς
ἀπαιτήσεις τους. [Κάτι τέτοιο] θά
τό βρῆτε ἐμπόδιο
εἰς τήν ψυχήν
σας, διότι εἶναι ἐντολή
τοῦ Κτίτορος.
Νά μήν
ἀποθαρρύνεσθε [ἀπό τούς πειρασμούς], ἀλλά νά
ἔχετε πάντοτε τήν
ἐλπίδα σας εἰς
τόν γλυκύν μας
Ἰησοῦν καί εἰς
τάς εὐχάς τοῦ
Ἁγίου Πατρός μας
καί τῆς Ὁσίας
Μητρός μας καί
ὅλα θά σᾶς ἔρχονται
εὐνοϊκά καί καλά.
[Ἡ βλάβη
ἀπό τά Μετόχια]
Δι’ ἄλλο ζήτημα
σᾶς γράφω τώρα
καί νά τό
προσέξετε. Μᾶς ἔλεγε
ὁ Ἅγιος Πατέρας
ὁ Κτίτοράς μας, ὅτι
τά μοναστήρια ἔπαθαν
μεγάλες πνευματικές ζημείες (καί
πολλάκις καί ὑλικές)
ἀπό τά Μετόχια. Δι’ αὐτό μᾶς
εἶπε νά κρατήσουμε
μόνον τῶν Ἀθηνῶν
καί τῆς Κερατέας, πρός ἐξυπηρέτησιν
τῆς ἀδελφότητος. Σᾶς τό
γράφω αὐτό μή
τύχει ὅταν ἀποθάνω
σᾶς ἐλκύσει ἡ
Ἀγάθη καί πᾶτε
νά τό παραλάβετε
ἤ ἄν ἔχει
κοιμηθεῖ ἡ Ἀγάθη καί ἔχει
ἀφήσει κάποια ἄλλη ( σάν
κι αὐτή παρήκουη καί
θεληματάρα), πεισθῆτε νά τό
παραλάβετε.
Ὄχι, ὄχι, ποτέ, μά
ποτέ.
Σᾶς γράφω
τοῦτο ἐπειδή ἐμεταχειρίζετο
πολλά ψέμματα καί ὅ,τι
χρήματα ἐμάζευε, [ἔλεγε] ὅτι τά ἐμάζευε γιά τήν Μονή, [ἄρα] ἡ
δυστυχής εἶναι καί
ἱερόσυλος, ὁ Θεός συγχωρέσει την. [Ἔλεγε] ὅτι τάχα
εἶχε εὐλογία ἀπό τόν Ἅγιο
Πατέρα νά κάνει
ἐκκλησία, ψεύδος ὑπερβολικόν,
διότι ἡ
Μητέρα μέσα εἰς τήν φυλακή, ὅταν [τήν ἐπισκέπτετο] ἡ Ἀγάθη, τῆς
ἔλεγε: «Ἀγάθη, θέλω νά
μαζευτεῖς εἰς τό
μοναστήρι». Καί τῆς ἀπαντοῦσε, «Μητέρα μου, κάτι
χρέη νά βγάλω καί θά μαζευτῶ».
Σᾶς τά γράφω
αὐτά διά νά
ἠξεύρετε, νά μήν σᾶς
μπερδέψουν μέ ψέμματα. Λοιπόν, ἄν τύχει
καί ἔλθει ἡ
ὑπόθεσις εἰς συζήτησιν, εἰς τήν
ἀδελφήν ὅπου θά
ἔρθει νά σᾶς
εἰπεῖ, νά τῆς [ἀπαντήσετε]
ὅτι [ἡ
ἴδια] θά ἔλθει εἰς
τό μοναστήρι καί
ἡ ἐκκλησία θά
δοθεῖ εἰς τήν
Σύνοδο, ἀλλά μόνον [τό κτήριο] καί τό οἰκόπεδό
της, τό ὑπόλοιπο θά
πωληθεῖ καί τά
χρήματα θά διατεθοῦν
εἰς εἴδη τῆς ἐκκλησίας,
διά νά
ἐξιλεωθεῖ ἡ ψυχή
τῆς παρηκόου καί
ἀταπείνωτης Ἀγάθης. Τότε,
παιδιά μου, θά ἔχετε τήν εὐχή
τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας
μας καί τήν
δική μου τῆς
ἀναξίας.
[Νέα μέλη
τῆς Ἀδελφότητος]
Ὅταν θά ἔρχεται
καμμία νέα ἀδελφή διά
μοναχή, χωρίς νά περνοῦν
τά τρία ἔτη [τῆς δοκιμασίας], νά μήν
διαβάζεται ρασοευχή. Καί
αὐτά τά τρία
ἔτη διαρκῶς νά τήν διδάσκετε
τήν τάξη τῆς
καλογερικῆς ζωῆς καί
τοῦ κοινοβίου μας και
ἄν δέν ἀναπαύεται
εἰς τήν τάξη
μας, ἄς μή μένει, ἀλλά
ἄς πηγαίνει ὅπου
ἀναπαύεται.
Νά μήν κοιτάζετε
τόν ἀριθμό, καλύτερα οἱ
ἀδελφές νά εἶναι
ὀλίγες καί καλές. Μήν
πεῖτε εἰς τήν
ἀρχή, «ἄς γίνει μία
οἰκονομία», διότι εἰς τό
κοινόβιον [φαίνονται] ἀμέσως
οἱ διακρίσεις [καί αὐτό
εἶναι καταστροφή διά
τήν κοινοβιακήν ζωήν].
[Ἀνάδειξις Ἡγουμένης –
Διοίκησις τῆς Μονῆς]
Γράφω τώρα
διά τό εὐλογημένο
καί ἀγαπητό [Ἡγουμενο]
συμβούλιο τοῦ ἁγιωτάτου
Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου μας, τῆς
Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης,
τόσον αὐτό ὅπου
εὑρίσκεται τώρα, ὅσον καί
τό μετά ταῦτα. Πρίν
ἐκλέξετε νέαν Ἡγουμένην (ἤ
μᾶλλον τήν ἐκλέξει
τό Πανάγιον Πνεῦμα), σᾶς
ἀφήνω ἐντολήν νά
μήν τήν ἐκλέξετε
διά ψηφοφορίας (διότι αὐτά
εἶναι κοσμικά καί
κομματικά), ἀλλά χωρίς να λάβει
γνῶσιν ἡ ἀδελφότης,
νά κάνετε ἡ
ὁσιότητά σας προσευχή
μέ κατάνυξη καί μαζί
μέ τόν Σεβασμιώτατον ἀγρυπνία
καί τό πρωΐ νά
βάλετε [τρεῖς] κλήρους μέ τά
ὀνόματα [τῶν ὑποψηφίων], εἰς τύπον
τῆς Ἁγίας Τριάδος
καί νά τραβήξει
ὁ Σεβασμιώτατος ὡς
λειτουργός [τόν κλῆρον] καί πιστεύω, ὅτι ἡ χάρις
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά [ἀναδείξη] τό καλύτερο
καί πιό ἄξιο
πρόσωπο.
Μέλη σεβαστά
καί ἀγαπητά μου [τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου], ὅπου σᾶς
γνωρίζω τόσο χρόνια
καί δέν πιστεύω
νά ἔχετε κανένα
μεγάλο παράπονο ἀπέναντί
μου, διότι αὐτά τά 45
– 50 χρόνια ἐργάσθηκα
μέ πολύ πόνο
καί ἀφοσίωση, χωρίς [διακρίσεις]
καί μέ τήν
χάριν τοῦ Θεοῦ,
δέν εἶπα ποτέ
ὅτι ἔχω τόσο
χρόνια εἰς τό
μοναστήρι). Λοιπόν, ἀγαπητόν μου
Συμβούλιον (ἀδελφές Βενεδίκτη, Ἰουλιανή, Μυρώπη, Συγκλητική, Ἀνθοῦσα,
Μακρίνα, Μαρία, Ἐπιστήμη, Χαριτίνη, Ματθαία
μεγάλη και Ματθαία τραπεζάρισσα), σᾶς παρακαλῶ
καί σᾶς ἱκετεύω, ὅπως
μᾶς ἐγνωρίσατε ὅλους τούς πρώτους (τόν
Ἅγιον Πατέρα μας,
τόν μόνον ἀκριβολόγον
τῆς Ὀρθοδοξίας καί
τῆς καλογερικῆς καί τήν Ὁσίαν
μας Μητέρα, ἡ ὁποία
προσπαθοῦσε νά φυλάξει
πλήρως τάς ἐντολάς
του [καί ἐμένα τήν
ἀναξίαν]), νά σταθῆτε πιστές
ἀκόλουθοι [τοῦ Ἁγίου Πατρός]. Νά
προσπαθήσετε παντί σθένει
νά φυλάξετε ὅλας
τάς ἐντολάς καί
παραγγελίας του καί
θά λάβετε τόν
μισθόν σας μυριοπλασίως
ἀπό τόν Δεσπότην μας
Ἰησοῦν Χριστόν καί
οἱ εὐχές τῶν Ἁγίων Προεστώτων
θά εἶναι πάντα
μαζί σας καί
θα σᾶς φυλάτουν.
Τήν ἀδελφότητα [νά τήν
μεταχειρίζεσθε] ὅλο μέ τό
καλόν, διά νά μή
εὑρίσκονται αἰτίες [σκανδαλισμοῦ],
ὅλο μέ
νουθεσίες καί μέ
ρητά τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τῶν Ἀποστόλων καί
τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ὅταν θά [συνεδριάζετε], πρῶτα θά
βάζετε μετάνοιαν εἰς
τό Ἅγιον Μανδήλιον, εἰς τήν
Παναγίαν μας, εἰς τόν
Ἅγιον Πατέρα καί
τήν Ὁσίαν Μητέρα
μας καί [ἀφοῦ] ἐπικαλῆσθε
τάς εὐχάς των,
μετά νά ἀρχίζετε τήν
συζήτησιν. Οἱ σκέψεις σας νά εἶναι
πάντοτε πρός τό
συμφέρον τῆς Μονῆς
καί τῆς ἀδελφότητος.
Ὅταν θά
συζητῆτε διά κάποιαν
ἐργασίαν τῆς Μονῆς, πρῶτον
θά κοιτάζετε τό
ταμεῖον σας, τί δύναμιν
ἔχει καί ἄν
εἶναι ἀδύνατον, πρῶτον θά
ξεχρεώνετε τίς ἐργασίες
ὅπου ἔχετε ξεκινήσει
καί μετά θά
ξεκινᾶτε ἄλλες.
Πάντοτε μέ
ἀγάπη καί αὐταπάρνηση,
νά ἔχετε συννενόησιν
εἰς πάντα. Ὅταν κοιμηθεῖ
[κάποιο μέλος τοῦ Ἡγουμενο] Συμβουλίου καί
πρέπει νά τό
ἀντικαταστήσετε, νά κάνετε προσευχή, μέ
ἀγάπη καί εἰρήνη, νά
σᾶς φανερώσει ὁ
Χριστός καί ἡ
Παναγία μας τήν
κατάλληλη [ἀδελφή].
Ὅτι κάνετε, θά
τό κάνετε πάντοτε
μέ τήν δύναμη
τοῦ Θεοῦ καί
τῆς Παναγίας μας
καί μέ θάρρος
καί πίστιν μεγάλην, ὄχι
μέ δειλίαν καί
δισταγμόν.
[Σεβασμός εἰς την μνήμην
τοῦ Ἁγίου Πατρός]
Θυμήθηκα καί
τοῦτο νά σᾶς
γράψω. Εἰς τό Μετόχι τῶν
Ἀθηνῶν,
ὅπου ἐκοιμήθη ὁ
Ἅγιος Πατήρ μας
καί ἦταν τό
κρεββατάκι του, δέν ἀφήσατε
οὔτε τό στρῶμα
του κι αὐτό δεικνύει
ἀνευλάβειαν, ἐνῶ ἔπρεπε τά
τά εἴχατε φυλάξει
πρός ἁγιασμόν. Δέν ἠξεύρω
ποιές εἶστε ἐκεῖνες
ὅπου τό ἐκάματε, τώρα
αὐτό δέν διορθώνεται, ὕστερα ἀπό
τόσα χρόνια. Ἀλλά τό
γράφω διά νά
προσέξετε καλά τό
κελλάκι του, ὅπου εἶναι
εἰς τήν Ἁγίαν
Τριάδα,
νά τό φυλάξετε ὡς
κόρην ὀφθαλμοῦ. Προσέξτε καλά
τά τοῦ Πατρός
μας, νά φυλάγονται ὅλα
ὡς ἱερά κειμήλια, ὅπως ἔχω
δεῖ καί εἰς
ἄλλα μοναστήρια.
Καί ὁ
Μακαριώτατος,
ὅπου ἐχάλασε τό
κελλάκι ἐπάνω εἰς
τόν ἅγ. Μόδεστον, δέν τό
ἔκανε καλά, ἀλλά
ἦτο καί εἶναι
Δεσπότης καί σιωποῦμε
ἕνεκα ἀποφυγῆς σκανδάλου.
Ὅμως εἰς
ἐσᾶς τίς ἀδελφές
καί εἰς τίς
μεταγενέστερες, δίνω ἐντολήν μέ
ἐπιτίμιον νά τό
προσέξετε [τό κελλάκι τῆς
Ἁγίας Τριάδος], γιά νά
ἔχετε τήν εὐχή
τοῦ Ἁγίου Πατρός
καί νά σᾶς
σκεπάζει καί φυλάττει
ἀπό κινδύνους καί
πειρασμούς. Καί πάλι θερμῶς
σᾶς παρακαλῶ, νά
φυλάξετε τό κελλάκι
του καί ὅτι
ἄλλο τοῦ ἀνῆκει
καί ἅμα θά
μοῦ κάνετε ὑπακοή
εἰς αὐτά ὅπου
σᾶς γράφω, θά ἔχετε
μεγάλον μισθόν.
[Ἐπίλογος]
Ἄν φυλάξετε
αὐτά πού σᾶς
γράφω, χαρά εἰς ἐσᾶς [ἀλλά] κι ἐγώ
ἡ ταλαίπωρη θά
χαίρομαι καί [ἴσως] βρῶ κάποια
παρρησία [ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ].
Αὐτά δέν
εἶναι δικά μου, εἶναι
τοῦ Ἁγίου μας
Κτίτορος, τά εἶχε ὅλα
γραμμένα, ἀλλά μέ τήν
συμφορά ὅπου ἔπαθε
τό μοναστήρι, ἐφοβήθησαν οἱ
ἀδελφές καί τά
ἔκαψαν.
Καλύτερα λίγες [μοναχές] μέ ὑπακοή, παρά
πολλές καί θεληματάρες.
Σᾶς
θερμοπαρακαλῶ, διά τό
καλό σας τά
γράφω. Καί μή
σκληρύνεσθε, νά τά δεχθῆτε
μέ τήν ψυχή
σας καί ἡ
χάρις τοῦ γλυκυτάτου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ καί τῆς
Ἀειπαρθένου Παναγίας μας
καί οἱ πρεσβείες
τῶν Ἁγίων μας
ὅλων καί οἱ
εὐχές τοῦ ἀειμνήστου
Πατρός μας καί
τῆς ὁσιωτάτης Μητρός
μας, θά σᾶς δυναμώνουν
καί ἐνισχύουν πάντοτε.
Σᾶς γράφω
καί τοῦτο, ὅτι πολλές
ἀδελφές [διαβάζοντας] αὐτά πού
γράφω θά σκληρυνθοῦν, ἀλλά ἐγώ
τίς συγχωρῶ ἐκ
βάθους ψυχῆς. Πάντως ἐμένα
κακό δέν μοῦ
κάνουν, μᾶλλον θά λάβω
καί μισθό ἀπό
τήν κατάκριση πού
θά μοῦ κάνουν. Πάντως σᾶς
ἀγαπῶ καί σᾶς
συμβουλεύω διά τό
καλό τῆς ψυχῆς
σας, νά ἔχετε προθυμία
εἰς τά πνευματικά
καί νά δέχεσθε
καί συμβουλή καί
ἔλεγχο, μέ προθυμία
καί ἀγάπη καί
μεγάλη ἀφοσίωση.
Σᾶς παρακαλῶ
να κρατήσετε ὅσον
δύνασθε τοῦ Ἁγίου
Πατρός μας τάς
ἐντολάς.
Τελειώνω, ἀδελφές καί
παιδιά μου. Εὔχομαι ἐξ
ὅλης ψυχῆς καί
καρδίας εἰς τόν
Ὕψιστον Θεόν καί
Πατέρα καί εἰς τόν Μονογενή
Του Υἱόν Κύριον
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν
καί εἰς τό
Πανάγιον Πνεῦμα, νά σᾶς
φωτίζει, σκεπάζει καί διαφυλάττει
ψυχῇ τε καί σώματι καί
ἐν τῷ νῦν
αἰῶνι καί ἐν
τῷ μέλλοντι, δι’ εὐχῶν τοῦ
ἀειμνήστου Ἁγίου καί Μυροβλύτου
Πατρός μας καί τῆς συκοφαντημένης Ὁσίας Μητρός
μας, νά ἀξιωθῆτε τῆς
Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Τελειώνω καί
συγχωρέστε με καί
εὔχεσθε νά ἀνταμωθοῦμε
εἰς τήν ἄλλη
ζωή. Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν.
Ἡ
ἀοίδημος Γερόντισσα Εὐφροσύνη, κατά κόσμον
Εἰρήνη Μενδρινοῦ, γεννήθηκε τό
1898 στήν Ἔξω
Γωνιά Σαντορίνης. Ὅταν ἔμεινε
ὀρφανή γονέων μετέβη
στήν Ἀθήνα, ὅπου το
1915, σέ ἡλικία μόλις
17 ἐτῶν, συνέλαβε
τήν ἰδέα τῆς
μοναχικῆς ἀφιερώσεως. Στόν
θεάρεστο αὐτό πόθο
της βρῆκε συναντιλήπτορα τήν Μαρίνα
Σουλακιώτου (ἔπειτα Καθηγουμένη
Μαριάμ, + 1953) καί ἄλλες
εὐσεβεῖς νέες, οἱ ὁποῖες
το 1917 τέθηκαν
κάτω ἀπό τήν πνευματική πατρότητα
τοῦ τότε Ἁγιορείτου Ἱερομονάχου
Ματθαίου Καρπαθάκη (ἔπειτα
Ἐπισκόπου Γ.Ο.Χ. Βρεσθένης καί Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, + 1950), ὁ ὁποῖος
τό ἴδιο ἔτος ἀνέλαβε ἐφημέριος/πνευματικός τοῦ
Σιμωνοπετρίτικου Μετοχίου τῆς Ἀναλήψεως Βύρωνος. Ὅταν
μετά τήν εἰσαγωγή
τοῦ Νέου Ἡμερολογίου
(1924), ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος ἦρθε
στήν Ἀθήνα γιά
τήν ἐνίσχυση τοῦ Ἀγῶνος τῶν
Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν
(1926), ἔθεσε σάν πρωταρχικό
του σκοπό τήν ἵδρυση μονῆς. Τότε
ἡ φροντίδα γιά
τήν ἀνεύρεση τοῦ
κατάλληλου τόπου ἀνατέθηκε
στή δόκιμη Εἰρήνη
Μενδρινοῦ, ἡ ὁποία μετά ἀπό ἔρευνα
πολλῶν τοποθεσιῶν κατέλειξε
στήν Κακιά Θάλασσα
τῆς Κερατέας, ὅπου καί ἱδρύθηκε ἡ Ἱ.
Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης (1927). Ἀπό
τά ἱδρυτικά μέλη τῆς Μονῆς
(δεύτερη μεταξύ τῶν ἑπτά πρώτων
ἀδελφῶν καί Οἰκονόμος), κατέβαλε κόπους
καί μόχθους ἀπερίγραπτους
καί ἀγωνίστηκε ὑπεράνθρωπα,
μέ ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς.
Μέσα στόν διωγμό
τῆς Νεοημ. Ἐκκλησίας καί
στήν δύνη τοῦ Β’
Παγκοσμίου Πολέμου, τῆς Κατοχῆς
καί τοῦ Ἐμφυλίου, μέ
ἀνύπαρκτα οἰκονομικά μέσα, ἀλλά
μέ πίστη στό
Θεό καί ὑπακοή
στόν πνευματικό της Ἅγιο
Πατέρα Ματθαῖο, πέτυχε τήν ἵδρυση καί ἀνέγερση τῆς
μεγαλύτερης στό σύγχρονο
κόσμο μονῆς (κατά
τήν περίοδο τοῦ
Πολέμου εἶχε 400
μοναχές!). Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι κατά
τήν Γερμανική Κατοχή, ἐνῶ
ἦταν στή Μακεδονία
γιά νά ἐξασφαλίσει
τά πρός τό ζῆν τῆς ἀδελφότητας καί τῶν 140 οἰκογενειῶν πού
συντηροῦσε ἡ Μονή (70
στήν Ἀθήνα καί ἄλλων 70
στήν Κερατέα), ἐπειδή
δεν ὑπῆρχαν συγκοινωνίες, ἦρθε ἀπό
τήν Μακεδονία στό
μοναστήρι πεζῆ! Ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς
Μονῆς μετά τήν ἐκδημία
τῆς α’ Ἡγουμένης τῆς
Μονῆς, τῆς μαρτυρικῆς Γεροντίσσης
Μαριάμ (ἀπεβίωσε στίς
Φυλακές Ἀβέρωφ, τό
1953). Χειροθετήθηκε τήν 21η Νοεμβρίου 1955 ἀπό τόν
πνευματικό προϊστάμενο τῆς
Μονῆς, τότε Ἐπίσκοπο Πατρῶν και ἔπειτα
Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν
κυρό Ἀνδρέα (+ 2005). Ἐπί τῶν ἡμερῶν
της ὁλοκληρώθηκε ἡ ἀνέγερση τοῦ μεγάλου
Ναοῦ τῆς
Ζωοδ. Πηγῆς καί βελτιώθηκαν
οἱ κτηριακές ἐγκαταστάσεις
τῆς Μονῆς, ὅμως τό
μεγαλύτερο ἔργο της ἦταν ἡ ἀνέγερση τοῦ
μεγαλοπρεπεστάτου Καθολικοῦ τῶν Εἰσοδίων
τῆς Θεοτόκου καί τοῦ κάτωθεν
αὐτοῦ 5ορόφου κτηριακοῦ
συγκροτήματος. Τό 1977 εὐτύχησε νά ἑωρτάσει τήν
50ετηρίδα ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς
Μονῆς καί τό
1980 τήν 30ετηρίδα
ἀπό τῆς ὁσίας κοιμήσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ματθαίου
Α’. Κοιμήθηκε εἰρηνικά το
1981, μετά ἀπό πολύχρονη ἀσθένεια,
τήν ὁποία ἀντιμετώπισε
μέ ὑπομονή καί ἀξιοπρέπεια.
Κατά τήν
κοίμησή της κατέλειπε
ἀδελφότητα 200 μοναζουσῶν!
Ὁ
Ἅγιος Πατήρ ἔχει
γράψει στήν τρίτη
σελίδα μία ἰδιόχειρη ἀφιέρωση. Τό
κείμενο ἀρχίζει μέ τήν
φράση, «Ἡ χάρις
τοῦ Θεοῦ Πατρός
καί τό ἄπειρον
Αὐτοῦ ἔλεος, διά Ἰησοῦ Χριστοῦ,
εἴη μεθ’ ἡμῶν»,
συνεχίζει μέ ἀφιέρωση
σέ κάποιο πρόσωπο (ἀτυχῶς δυσανάγνωστη)
καί τελειώνει ὡς ἐξῆς:
«Ὁ
ἐν Ἐπισκόποις ἐλάχιστος, διάπυρος πρός
Κύριον εὐχέτης, ἐν τῇ Ἱερᾷ
Μονῇ Παναγίας μας Πευκοβουνογιατρίσσης,
τῇ 8η (δυσανάγνωστος ὁ μῆνας) 1939…+
Ὁ
Βρεσθένης Ματθαῖος». Τήν ἀφιέρωση
ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔχει
σφραγίσει μέ δύο γνωστές
σφραγίδες του.
Τήν 27η Φεβρουαρίου 1921
τελέστηκαν στήν Ἀθήνα
οἱ διπλοί γάμοι
τῶν Διαδόχων τῶν
Θρόνων Ἑλλάδος καί
Ρουμανίας, Πριγκίπων Γεωργίου (ἔπειτα
Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων
Γεωργίου Β’) καί Καρόλου (ἔπειτα
Βασιλέως τῆς Ρουμανίας
Καρόλου Β’). Οἱ δύο
Πρίγκιπες νυμφεύθηκαν ἀντιστοίχως
τίς ἀδελφές τους, ὁ
μέν Γεώργιος τήν ἀδελφή τοῦ
Καρόλου Πριγκίπισσα Ἐλισσάβετ τῆς
Ρουμανίας (1894 – 1956), ὁ
δέ Κάρολος τήν ἀδελφή τοῦ
Γεωργίου Πριγκίπισσα Ἑλένη τῆς Ἑλλάδος (1896 - 1982). Οἱ γάμοι
αὐτοί ἦσαν παράνομοι
ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς
καί ὁ Ἅγιος
Πατήρ (παρά τό γεγονός, ὅτι
συνεδέετο μέ προσωπική
φιλία μέ τόν Βασιλέα
Κωνστανῖνο ΙΒ’), ἄσκησε
κριτική, τόσο δημόσια, ὅσο καί
προσωπική. Σύμφωνα μέ τήν
μαρτυρία τοῦ Ἐπισκόπου Περιστερίου Γαλακτίωνος (Γκαμίλη, ὁ ὁποῖος
γνώρισε τον Ἅγιο
Πατέρα προσωπικῶς τό 1946, ὅταν
ὑπετάγη σ’ αὐτόν), ἐπισκέφθηκε ὁ Ἅγιος Πατήρ τόν
Βασιλέα καί τοῦ ἐπέστησε
τήν προσοχή. «Καί ἐσένα θά
διώξουν - τοῦ εἶπε – καί τά
παιδιά δέν θά
προκόψουν»! Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς κριτικῆς, ἦταν ἡ ἐξορία του
στήν Μονή Ζερμπίτσης
Σπάρτης (1922), ἀπ’ ὅπου ἀνακλήθηκε μέ
Βασιλική Χάρη, τόν
Φεβρουάριο τοῦ 1923.
Οἱ ἑπτά ἱδρύτριες μοναχές
τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας - ὅπως προκύπτουν
ἀπό τό ἰδιωτικό
συμφωνητικό τῆς 7ης Ἀπριλίου 1927, μέ
τό ὁποῖο ἀποφασίσθηκε ἡ ἵδρυσις τῆς
Μονῆς καί οἱ ὅροι λειτουργίας
της - ἦσαν οἱ ἐξῆς: Μαρίνα
Σουλακιώτου (α’ Καθηγουμένη γ. Μαριάμ),
Εἰρήνη Μενδρινοῦ (β’ Καθηγουμένη γ. Εὐφροσύνη),
Μαρία Τσαγκάρη (μ. Μακαρία), Παναγιώτα
Βουνισάκου (μ. Διονυσία),
Μαρία Φαμέλη (μ. Μαρία), Ἀσημίνα Ταμπακάκη
(μ. Ξένη), Ἑλένη Καρπαθάκη
(μ. Συγκλητική, κατά σάρκα ἀνηψιά τοῦ Ἁγίου Πατρός, κόρη
τοῦ ἀδελφοῦ του Ἱερέως Κωνσταντίνου, Διδασκάλισσα).
Στο σημεῖο
αὐτό φαίνεται ἡ οὐσιαστική συμμετοχή
τοῦ Ἁγίου Πατρός
Ματθαίου, στην διαφώτιση Κλήρου
και λαοῦ ἐπί τοῦ ἡμερολογιακοῦ
ζητήματος, ρόλο τον ὁποῖο
εἶχε ἀπό νωρίς ἐπισημάνει και ἡ νεοημ. Ἐκκλησία. Βλ. π.χ.
τά Πρακτικά τῆς
Ζ΄ Ἱεραρχίας (Ὀκτ. 1924), κατά τήν ὁποία
ὁ Μητροπ.
Δημητριάδος Γερμανός, ἀναφερόμενος στήν ἐπιστολογραφία τοῦ Ἁγίου Πατρός
Ματθαίου καί τῶν Ἁγιορειτῶν,
εἶπε τά
ἐξῆς χαρακτηριστικά: «Μοναχοί
τινές ἔγραψαν εἰς κατοίκους
τῆς ἐπαρχίας μου, ὅπως
μή ἀκολουθῶσι τό
νέον ἡμερολόγιον καί
παρέπεμψα τήν ὑπόθεσιν
εἰς τόν κ. Εἰσαγγελέα τῶν
Πρωτοδικῶν, ὅστις καί ἐπελήφθη
τῶν σχετικῶν ἀνακρίσεων. Οἱ ἴδιοι
μοναχοί ἐνσπείρουσι ζηζάνια» (ἀρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν», τ. Β, σελ. 1333. Ὁ ἴδιος
συγγραφέας ἀρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας, σχολιάζοντας τήν
παρέμβαση αὐτή τοῦ
Δημητριάδος Γερμανοῦ παρατηρεῖ: «Καί ὅμως ὁ Ἱεράρχης οὗτος
μετά 11ετίαν ἐτέθη ἐπί κεφαλῆς ὡς
ἀρχηγός καί Ἀρχιεπίσκοπος
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν», αὐτ. σελ. 1333). Τήν σχετική
ἀλληλογραφία τοῦ Ἁγίου
Πατρός μέ πνευματικά
του τέκνα, δημοσίευσε ὁ
τότε Ἐπίσκοπος Πατρῶν Ἀνδρέας σέ ἰδιαίτερο τόμο.
Γιά τήν Ἱστορία ἀναφέρεται, ὅτι ἐκτός
τοῦ Ἁγίου Πατρός
Ματθαίου, ἀγωνίσθηκαν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου ἑορτολογικῆς
παραδόσεως κατά τά πρῶτα ἔτη ἀπό τῆς ἡμερολογιακῆς ἀλλαγῆς,
και ἄλλοι Κληρικοί. Πρόκειται γιά
τούς ἐγγάμους Ἱερεῖς
Ἰωάννη Φλώρο (+ 1953), Σπυρίδωνα Οἰκονόμου, Νικόλαο Ἀναγνώστου
(Μεσορόπη Καβάλας, + 1929),
Βασίλειο Σακελλαρόπουλο, Σωτήριο Σουχλέρη, Γεώργιο Μαυρίδη, Ἀνδρέα καί
Παρθένιο (ἀγνώστων
ἐπωνύμων, οἱ ὁποῖοι δραστηριοποιήθηκαν στήν
περιοχή τῆς Δράμας)
καί Στέργιο (ἐπίσης ἀγνώστου
ἐπωνύμου, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε στή Νικήτη
Χαλκιδικῆς) καί τούς Ἱερομονάχους Ἄνθιμο Βαγιανό
(ἔπειτα προσχώρησε στήν
καινοτομία, ἵδρυσε τήν Μονή
Παναγίας Βοηθείας Χίου
καί πρόσφατα ἀνακηρύχθηκε
Ἅγιος ἀπό τήν νεοημ. Ἐκκλησία) καί τόν Ἁγιορείτη Ἀρσένιο Σακελλάριο (ἀδελφό
τῆς Μονῆς Σιμωνόπετρας, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε στή Φθιώτιδα, + 1938).
Το 1926, μαζί
μέ τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο, ἦρθε
στόν κόσμο καί ὁ Πρόεδρος
τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου τῶν Ζηλωτῶν
Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀρχιμ. Γεδεών
Παπανικολάου, Προηγούμενος τῆς Μονῆς
Κωνσταμονίτου. Τό ἴδιο ἔτος
1927 βγῆκε στόν
κόσμο ὁ ἀρχιμ.
Ἱερώνυμος Γεροαντωνάκης, ὁ ὁποῖος
ἵδρυσε τήν Ἱ. Μ. ἁγ. Παρασκευῆς Ἀχαρνῶν. Πρός
τά τέλη τοῦ
1927, μέ πρωτοβουλία τοῦ μ.
Ἀρσενίου Κοτέα, βγῆκε στόν
κόσμο ἡ πρώτη
4μελής ὁμάδα Ζηλωτῶν
Ἁγιορειτῶν, ἀποτελουμένη ἀπό τούς Ἱερομονάχους Παρθένιο
Σκουρλῆ (ἱδρυτή τῆς Ἱ.
Μ. Κοιμ. Θεοτόκου Πάρνηθος, ἔπειτα Ἐπίσκοπο
Κυκλάδων τῆς Φλωρινικῆς
Παρατάξεως), Εὐγένιο Λεμονή, Γεράσιμο Διονυσιάτη (ἱδρυτή
τῆς Ἱ. Μ. ἁγ. Γεωργίου Μελισσοχωρίου
Θηβῶν) καί Ἀρτέμιο Νοδαράκη (ἱδρυτή τῆς Ἱ.
Μ. ἁγ. Ἀρτεμίου Κορυδαλλοῦ Πειραιῶς). Τέλος
τό 1929 βγῆκαν
στόν κόσμο οἱ Ἱερομόναχοι
Ἀκάκιος Παππᾶς (ἱδρυτής τῆς Ἱ.
Μ. ἁγ. Νικολάου Παιανίας, ἔπειτα Ἐπίσκοπος
Ταλαντίου καί Ἀρχιεπίσκοπος
τῆς Φλωρινικῆς Παρατάξεως), Ἰλαρίων Οὐζουνόπουλος (ἱδρυτής
τῆς Ἱ. Μ. Εὐαγγελιστρίας Συκάμινου
Ὠρωποῦ), Ἀντώνιος Κουτσο-- νικόλας καί Ἀρτέμιος Ξενοφωντινός,
καθώς καί ὁ Μοναχός
Νεκτάριος Κατσαρός.
Τότε ἀγοράσθηκαν
800 στρέμματα ἀγροτικῆς καί δασικῆς περιοχῆς, στή
θέση Κρόνιζα τῆς
κοινότητος Κουβαρᾶ, ἰδιοκτησίας τοῦ
Βουλευτοῦ Ἀττικῆς Ἰω. Δροσοπούλου. Στίς πρῶτες
πτωχές καί πενιχρές
ἐγκαταστάσεις τῆς μονῆς
(δύο παλαιά οἰκήματα
πού προυπῆρχαν μέσα
στήν περιοχή), ἐγκαταβίωσαν ἀρχικά
περί τούς 25
μοναχούς, οἱ ὁποῖοι γιά
τίς καθημερινές ἀκολουθίες
χρησιμοποιοῦσαν τό ἐξωκκλήσιο τοῦ ἁγ.
Νικολάου (ὑπαγόμενο στήν ἐνορία
Κουβαρᾶ). Τό ἔτος
1939 καί ἐνῶ οἱ μοναχοί
ἦσαν περίπου 40, οἰκοδομήθηκε τό πρῶτο (χρονολογικά)
οἴκημα τῆς μονῆς, μέ
ἐσωτερικό Παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο
στόν ἅγ. Εὐαγγελιστή
Ματθαῖο. Στή συνέχεια
στήν κορυφή τοῦ
λόφου πού δεσπόζει
τῆς περιοχῆς, οἰκοδομήθηκε τό
Παρεκκλήσιο τοῦ Προφήτη
Ἠλία, στό ὁποῖο τό
1948 τελεσιουργήθηκαν οἱ ἱστορικές Ἐπισκοπικές
χειροτονίες τῆς Γνησίας
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τίς ὁποίες ὁ ἀοίδημος Πατήρ Ματθαῖος, ἤδη Ἐπίσκοπος
Βρεσθένης, μετέδωσε τήν γνησία
καί ἀνόθευτο Ἀποστολική
Διαδοχή, τήν ὁποία εἶχε
λάβει κατά τήν ἐπισκοπική χειροτονία
του τό 1935. Κατά
τήν ἀνταρσία τοῦ
1950, ὅλες οἱ προηγούμενες
ἐγκαταστάσεις καταλήφθηκαν ἀπό
τούς 35 ἀντάρτες
μοναχούς καί οἱ περίπου
135 νομιμόφρονες περιορίσθηκαν
στήν σημερινή πτέρυγα
τῶν Ὁσίων 99
Πατέρων Κρήτης, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε τήν
βάση τῆς σημερινῆς
Μονῆς.
Ἕνα πολύ
σημαντικό τμῆμα τῆς
προσφορᾶς τοῦ Ἁγίου
Πατρός Ματθαίου, ἀφορᾶ τό Ἐκκλησιαστικό Τυπογραφεῖο
τό ὁποῖο λειτούργησε
μέ εὐθύνη καί εὐλογία του,
τό 1940. Τό Τυπογραφεῖο αὐτό ὁ μακάριος
ἱδρυτής του τό ὀνόμασε πρός
τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Πευκοβουνογιατρίσσης καί λειτούργησε
ἀρχικά στήν Μονή
Παναγίας, γιά νά μεταφερθεῖ
ἀργότερα στήν Μονή Μεταμορφώσεως. Μέ δεδομένο, ὅτι
ὁ πρῶτος τόμος
τοῦ Μεγ. Συναξαριστοῦ ἐκδόθηκε
τό 1946, ἡ μεταφορά
στήν ὁποία ἀναφέρεται
ἡ γ. Εὐφροσύνη ἔγινε μετά τό ἔτος αὐτό.
Ἡ λατρευτική
ζωή τῶν μοναζουσῶν
ἀρχίζει τήν 5η Βυζαντινή ὥρα (περίπου 1η πρωϊνή), μέ τήν ἔγερση γιά
τήν ἐκτέλεση τοῦ ἀτομικοῦ κανόνος
προσευχῆς στό κελλί. Ὁ
κανόνας αὐτός συνίσταται
σέ 12 τριακοσάρια
κομποσχοίνια καί 150
μετάνοιες καί διαρκεῖ
μία περίπου ὥρα (ὁ
κανόνας αὐτός κατά
τήν περίοδο τῆς
Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς διπλασιάζεται). Τήν 6η
Βυζαντινή ὥρα τό
σήμαντρο καλεῖ τίς
μοναχές στήν ἐκκλησία, ὅπου «ἐν ἀνατάσει καρδίας
καί ξενώσει τῶν αἰσθητηρίων,
ποιοῦσιν ἱκανά κομβοσχοίνια, ὑπέρ σκέπης
καί διαφυλάξεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ὑπέρ
ὑγείας, ἐνισχύσεως καί φωτισμοῦ
τῶν ἐλεούντων καί
βοηθούντων, ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν
κεκοιμημένων δούλων τοῦ
Θεοῦ καί ὑπέρ ὧν κατά
διάνοιαν ἕκαστος εὐσεβῶς
ἔχει» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ἡ Ἱ. Μ. Παν.
Πευκοβουνογιατρίσσης», σελ. 20). Στή συνέχεια
ἀκολουθεῖ τό λεγόμενο
Πένθος, κατά τό ὁποῖο μέσα
σέ ἀπόλυτη ἡσυχία
καί σχεδόν ψηλαφητό
σκότος, διαβάζονται νηπτικά
κεφάλαια τῶν Ἁγίων
Πατέρων καί ψάλλονται
τροπάρια κατανυκτικά, μέ σκοπό
νά προκληθεῖ στίς
ψυχές τῶν συμμετεχόντων
χαρμολύπη, σάν προετοιμασία γιά
τήν Ὀρθρινή Ἀκολουθία
καί τήν Θεία
Λειτουργία πού τελεῖται
καθημερινά. Νωρίς τό ἀπόγευμα
ψάλλεται καθημερινά ἡ
Παράκληση πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὁ
Ἑσπερινός καί μετά τήν βραδυνή τράπεζα
τό Ἀπόδειπνο. Κάθε Κυριακή,
ἀφ’ ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου, τελεῖται πολύωρος
Ἱερά Ἀγρυπνία. Ἀγρυπνίες τελοῦνται
ἐπίσης κατά τίς
Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές
καί κατά τίς
μνήμες Ἁγίων πού
τιμῶνται μέ ἀργία.
Στή Μονή τιμῶνται
μέ ἀγρυπνία κατά
τό Ἁγιορειτικό Τυπικό
(διαρκείας 14 ὡρῶν), οἱ
πανηγύρεις τῶν Εἰσοδείων
καί τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου, καθώς
καί οἱ ἑορτές
τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς
καί τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ἐνῶ μέ λαμπρότητα
ἑορτάζεται καί ἡ Ἀγάπη τοῦ
Πάσχα. Κατά τίς ἡμιαργίες
τελεῖται Βαθύς Ὄρθρος
ἤ Λιτή. Πέραν ὅμως
τοῦ ἀτομικοῦ κανόνος
καί τῆς κοινῆς
λατρείας, οἱ μοναχές προσεύχονται
συνεχῶς κατά τήν
διάρκεια τῶν διακονημάτων, ἐφ’ ὅσον ὁ
μοναχός εἶναι ὁ
διαρκῶς καί ἀδιαλείπτως
προσευχόμενος Χριστιανός. Ἡ μονολόγιστος
εὐχή, δηλαδή τό «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν
με τήν ἁμαρτωλήν», ἐκφέρεται συνεχῶς, κατά
τήν διάρκεια ὁποιασδήποτε
ἐργασίας καί διακονίας, χειρωνακτικῆς ἤ
πνευματικῆς, καθώς ἐπίσης οἱ
Παρακλήσεις καί οἱ
Χαιρετισμοί πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἐπί
τῶν ἡμερῶν τῆς γ.
Εὐφροσύνης, ἐφημέριος ἦτο ὁ ἁπλός καί ἄκακος π. Πολύκαρπος
Ματθιούλης (+ 1982, ἀδελφός τῆς Ἱ.
Μ. Μεταμορφώσεως) καί ἡ Θ. Λειτουργία
ἐτελεῖτο καθημερινῶς.
Τό φαγητό
τῶν μοναζουσῶν εἶναι ἁπλό καί
λιτό. Παρατίθεται πρωϊνή καί βραδυνή
τράπεζα. Δευτέρα, Τετάρτη
καί Παρασκευή «ἄνεϋ προσμίξεως
ἐλαίου εἰς τό φαγητόν». Οἱ νηστείες
τῆς Ἐκκλησίας τηροῦνται
ἐπακριβῶς, κατά τά προβλεπόμενα
ἀπό τήν παράδοση. Κατά τήν
Μεγάλη Τεσσαρακοστή τηρεῖται
τό λεγόμενο «τριήμερο» (ἀπόλυτως
δηλαδή νηστεία - ἀσιτία κατά
τήν Δευτέρα, Τρίτη καί
Τετάρτη τῆς Καθαρᾶς
Ἑβδομάδος), ἐνῶ κατά τίς
Τετάρτες καί Παρασκευές
τηρεῖται ἑνάτη – ξηροφαγία
(δηλαδή μετάληψη ἄρτου
καί ὕδατος κατά
τήν 9η Βυζαντινή ὥρα – 3η μεσημβρινή). Τῶν ὑποχρεώσεων αὐτῶν ἐξαιρούνται οἱ ἀσθενεῖς μοναχές, οἱ
ὁποίες οἰκονομοῦνται κατά
τήν ποιμαντική διάκριση τῆς Γεροντίσσης
καί τοῦ Πνευματικοῦ, ἐφ’ ὅσον ἡ
νηστεία εἶναι παθοκτόνος
καί ὄχι ἀνθρωποκτόνος.
Ἡ ἀνάπαυσις
τῶν μοναζουσῶν περιορίζεται
μεταξύ τῶν ὡρῶν 1ης Βυζαντινῆς
(μία ὥρα μετά
τήν δύση τοῦ ἡλίου) καί 5ης (περίπου
1η πρωϊνή). Κατά
τούς θερινούς μῆνες
προβλέπεται δίωρος ἀνάπαυσις μετά
τήν Θεία Λειτουργία, λόγῳ τῆς
μεγάλης διαρκείας τῆς ἡμέρας.
Ὁ χρόνος
τῆς ἀναπαύσεως περιορίζεται
ὅμως λόγῳ τῶν
πολλῶν, διαφόρου διαρκείας, ἀγρυπνιῶν πού
τελοῦνται στό μοναστήρι, καθώς καί
λόγῳ ἐκτάκτων ἐργασιῶν, τῆς
λεγομένης «παγκοινιᾶς»,
κατά τήν
ὁποία ἀπαιτεῖται ἡ
παρουσία καί συμμετοχή
πολλῶν ἀδελφῶν.