Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ

Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου

1. Προλεγόμενα
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἐπιχειρεῖ νά ἀπαντήσει σέ συγχρόνου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ ἐνδιαφέροντος ἐρωτήματα πού ἔχουν σχέση μέ τό πρόσωπο καί τήν δραστηριότητα τοῦ Μητροπ. Δημητριάδος Γερμανοῦ Μαυρομάτη, ὅπως:
Ποιά ἦταν τά πραγματικά αἴτια τῆς προσχωρήσεώς του στήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τό 1935;
Ποιές ἦταν οἱ θέσεις του σχετικά μέ τήν ἡμερολογιακή ἀλλαγή τοῦ 1924;
Ποιές ἦταν οἱ Ἐκκλησιολογικές - Ὁμολογιακές του πεποιηθήσεις σχετικά μέ τό Νεοημ. Σχίσμα;
Τά ἐρωτήματα αὐτά προκύπτουν ἀπό τήν ἀντικειμενική μελέτη τῆς πορείας τοῦ Μητροπ. Γερμανοῦ τόσο πρίν τό 1935, ὅσο καί μετά τό ἱστορικό αὐτό ἔτος.
Ὁ Νεοημ. ἱστορικός ἀρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας καταλογίζει στόν Μητροπ. Γερμανό ὑστεροβουλία καί προσωπική σκοπιμότητα. Γράφει σχετικά:
«Ὁ Δημητριάδος Γερμανός, ὤν ἀντίπαλος τοῦ Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου ἀπό τῆς ἐκλογῆς αὐτοῦ (Φεβρουάριος 1923) εἰς Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν, καθ’ ὅσον ἦτο καί αὐτός ὑποψήφιος Ἀρχιεπίσκοπος, ἐνόμισεν εὐκαιρίαν τόν δημιουργηθέντα θόρυβον ἐκ τῆς γενομένης χειροτονίας τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Ἀθηνῶν εἰς Ἐπίσκοπον, πρός ἐκθρόνισιν τοῦ Χρυσοστόμου. Μή ἀρκεσθείς οὗτος εἰς τήν πρός το Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας μήνυσιν αὐτοῦ, ἀπεφάσισε κίνημα ἐπαναστατικόν καθ’ ὅλης τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, ὑπό τό πρόσχημα τῆς προστασίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα "Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἱστορία ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν", τ. Γ’, σελ. 2035).
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ εὑρύτερος χῶρος τῶν Φλωρινικῶν Παλαιοημερολογιτῶν παρουσιάζει τόν Μητροπ. Γερμανό σάν ἰδεολόγο καί σταθερό μέχρι τέλους στίς πεποιθήσεις του. Γράφεται σέ σχετική ἰστοσελίδα:
«Ὁ Δημητριάδος Γερμανός δέν πρόδωσε ποτέ τίς πεποιθήσεις του. Αὐτό ἦταν ἀντίθετο στόν Ψαριανό, ἐπαναστατικό του χαρακτῆρα. Παρέμεινε πιστός μέχρι τέλους. Ἱερουργοῦσε στούς Ἱ. Ναούς ἁγ. Βασιλείου Ν. Ψυχικοῦ καί Ἁγίων Ταξιαρχῶν Ν. Ἰωνίας, ὅπου ἐφημέρευε ὁ ὑποτακτικός του (προερχόμενος ἐκ τῆς Ἱ. Μ. Ξενιᾶς), ἀρχιμ. Κυπριανός Θεοδοσίου, ὁ ὁποῖος καί τόν κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων πρό τοῦ θανάτου του (7/20.3.1944). Δυστυχῶς οἱ οἰκείοι του, ὄντες Νεοημερολογίτες, ἐκήδευσαν τό σῶμα του μέ τό νέο, τό πνεῦμα του ὅμως παρέμεινε πιστό στούς ἀγώνες τῶν Ὀρθοδόξων γιά τίς παραδόσεις τῆς Πίστεώς μας.
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὅταν στό Κληρικολαϊκό Συνέδριο τῶν Γ.Ο.Χ. τοῦ 1958 ἀναρτήθηκαν δύο ἐπιγραφές μέ τά ὀνόματα τῶν πεσόντων Κληρικῶν καί λαϊκῶν στόν Ἱερό Ἀγῶνα, τό πρῶτο ὄνομα πού ἀναγράφεται στήν στήλη τῶν Κληρικῶν ἦταν τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ
» (www.ekklisiastikos.com/2009/06/5_11.html).

2. Ὁ Γερμανός Μαυρομάτης μέχρι τό 1923.
Ὁ Γερμανός Μαυρομάτης γεννήθηκε στά Ψαρά τό 1859. Τίς Γυμνασιακές σπουδές ὁλοκλήρωσε στή Χίο. Σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τῆς ὁποίας ἀναγορεύθηκε Διδάκτωρ. Χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Μητροπ. Ἀθηνῶν Γερμανό (Καλλιγᾶ, 1889 – 1896) καί ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιο Δ’ τόν Βυζάντιο (1870 – 1899), προσελήφθη γιά τήν ὀργάνωση τῶν Πατριαρχικῶν Γραφείων.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Σοφρωνίου (22. 8. 1899), ἤδη Ἀρχιμανδρίτης, ἐπανῆλθε στήν Ἑλλάδα καί ὑπηρέτησε σάν Ἱεροκήρυκας τῶν Μητροπόλεων Ἠλείας, Θεσσαλιώτιδος καί Δημητριάδος (στήν τελευταῖα ἀπό τό 1901 μέχρι τό 1907, ὑπό τόν Ἐπίσκοπο Γρηγόριο Ε’ Βυζάντιο ἤ Φουρτουνιάδη, 1838 – 1907). Τό 1907 προτάθηκε γιά τήν Μητρόπολη Θήρας, ἀλλά τό ἴδιο ἔτος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Δημητριάδος, σέ διαδοχή τοῦ ἐπ. Γρηγορίου Ε’, μετά ἀπό παραστάσεις τοῦ τοπικοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ. Χειροτονήθηκε τήν 10. 8. 1907 στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν ἀπό τόν Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεόκλητο (Μηνόπουλο) καί ἐνθρονίσθηκε τήν 31. 8. 1907 στό Βόλο, παρουσίᾳ καί τοῦ Μητροπ. Θεοκλήτου.
Ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Γερμανός ἐκτός τῶν ἄλλων ἐπέβαλε χρηστή διοίκηση στή Μονή Ξενιᾶς (τήν ὁποία ἀνακαίνισε ἐκ βάθρων καί ἐμπλούτισε μέ κειμήλια καί βιβλία), διέσωσε μετά ἀπό δικαστικούς ἀγώνες τήν περιουσία τῆς Μονῆς Φλαμουρίου (100.000 στέμματα!), ἀνήγειρε Ἐπισκοπεῖο καί Ναό πρός τήν τιμήν τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου τοῦ Νέου καί συγκρούσθηκε μέ τούς τοπικούς ἐκπροσώπους τῶν κομμάτων, οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦσαν δικαίωμα στούς διορισμούς τῶν Ἱεροψαλτῶν (τά λεγόμενα «Ψαλτικά»). Συγκρούσθηκε ἐπίσης τό 1910 μέ τούς Γληνό καί Δελμούζο, μέ ἀφορφή τό μεταρρυθμιστικό παιδαγωγικό σύστημα πού εἰσήγαγαν στό Ἀνώτερο Παρθεναγωγεῖο Βόλου (τά γνωστά «Ἀθεϊκά», 1910 – 1914).
Γενικά ὁ Γερμανός τόσο σάν Ἱεροκήρυκας, ὅσο καί σάν Ἐπίσκοπος Δημητριάδος, ἀνέπτυξε ἀξιόλογη ποιμαντική, φιλανθρωπική, κοινωνική καί πατριωτική δράση (ἰδίως κατά τήν περίοδο τῶν Βαλκανικῶν πολέμων, 1912 – 1913) καί ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά διαφαίνεται ἡ ὑποψηφιότητά του γιά τόν Μητροπολιτικό Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν. Αὐτό ὅμως εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά δημιουργήσει γιά τόν ἑαυτό του μία κάποια ἰδέα, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε πολύ νωρίς, ἤδη τό 1909, ὅταν νέος ἀκόμη Ἐπίσκοπος ὑποστήριξε ἀνοικτά μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Λαρίσης Ἀμβρόσιο τό Κίνημα στό Γουδί (τήν ἐπέμβαση, δηλαδή, στά πολιτικά πράγματα τῆς χώρας τοῦ Στρατιωτικοῦ Συνδέσμου τῶν Παγκάλου – Πλαστήρα, οἱ ὁποῖοι ἐκτός ἄλλων ζήτησαν τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό στράτευμα τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου καί τῶν ἄλλων Πριγκίπων). Καί ἐνῶ γιά τήν συμμετοχή αὐτή ὁ Ἀμβρόσιος Κασσαρᾶς (Ἐπίσκοπος Λαρίσης, Πλαταμῶνος καί Τυρνάβου ἀπό τό 1900) καθαιρέθηκε καί ἔχασε τόν θρόνο του τό 1910, ὁ Γερμανός Μαυρομάτης διέφυγε τήν καθαίρεση, λόγῳ τῶν πολιτικῶν του διασυνδέσεων!

3. Ἡ ἐκλογή Μητροπολίτου Ἀθηνῶν τό 1923.
Τό 1923 ἡ Ἐπαναστατική Κυβέρνηση τοῦ Στυλ. Γονατᾶ, συγκάλεσε ἀντικονονική Μείζονα Σύνοδο, μέ τήν ὁποία ἐκθρόνισε – γιά λόγους πολιτικούς - τόν κανονικό Μητροπ. Ἀθηνῶν Θεόκλητο Μηνόπουλο (ἀπόφαση ὑπ’ ἀριθμ. 11/10. 1. 1923). Ἀμέσως ἄρχισαν οἱ διεργασίες γιά τήν ἐκλογή νέου Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Στό παρασκήνιο δραστηριοποιήθηκαν ὑποστηρικτές τοῦ νεοχειροτονηθέντος Ἐπισκόπου Κορινθίας Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου (βλ. Ὑπόμνημα τῆς Παγκληρικῆς Ἑνώσεως, ὑπογραφόμενο ἀπό τούς π. Λουκᾶ Παπαναστασίου καί π. Μάρκο Τσακτσάνη καί Ἐκκλησιαστικό Χρονικό τοῦ Περιοδικοῦ «ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ», φ. 10. 2. 1923) καί τοῦ ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐνδιαφερομένου γιά τόν Θρόνο ἤδη ἀπό τό 1917 (βλ. Ψήφισμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν πρός τήν Κυβέρνηση, τό ὁποῖο συντάχθηκε μέ πρωτοβουλία τοῦ Καθηγητή Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου, σέ συννενόηση μέ τόν ἔκπτωτο καί καθηρημένο ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρ. Μητροπ. Ἀθηνῶν Μελέτιο Μεταξάκη, ἤδη ἐκλεγμένο Πατριάρχη ΚΠόλεως, καί τόν Ἐθνάρχη Ἐλευθέριο Βενιζέλο). Τρίτος ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομάτης, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε μέν ἐρείσματα στήν Ἱεραρχία, ἀλλά εἶχε στήν Κυβέρνηση, σέ σημεῖο ὥστε νά πετύχει τήν συμμετο-χή του στή διαδικασία ἐκλογῆς καί νά ψηφίσει τόν ἑαυτό του!
Τήν ἐκλογή Προκαθημένου διενήργησε Ἀριστίνδην Σύνοδος διορισμένη ἀπό τήν Κυβέρνηση, τήν ὁποία ἀποτελοῦσαν οἱ Ἐπίσκοποι Σύρου Ἀθανάσιος, Ναυπάκτου Ἀμβρόσιος, Τρίκκης Πολύκαρπος, Θεσσαλιώτιδος Εὐθύμιος καί Δημητριάδος Γερμανός. Δέκα ἡμέρες πρίν τήν συνεδρίαση τῆς Συνόδου, τήν 13. 2. 1923, ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ Κορινθίας Δαμασκηνοῦ ἀνατράπηκε, «μή συγκατατεθημένου εἰς τά σχέδια τῶν ὑποστηρικτῶν του τοῦ Κερκύρας Ἀθηναγόρου» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ., τ. Β, σελ. 1133). Ἔτσι, ἡ ἐκλογή διενεργήθηκε μεταξύ δύο ὑποψηφίων, τοῦ ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ.
Ἡ Ἀριστίνδην Σύνοδος συνεδρίασε τήν 23. 2. 1923 καί οἱ μέν Σύρου, Ναυπακτίας καί Τρίκκης ψήφισαν τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο (καί γιά τό τριπρόσωπο τούς ἀρχιμανδρίτες Γερμανό Βασιλάκη καί Κων. Παγώνη), οἱ δέ Θεσσαλιώτιδος καί Δημητριάδος τόν Δημητριάδος Γερμανό (καί γιά τό τριπρόσωπο τούς Μητροπολίτες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Ἀμασείας Γερμανό καί Θυατείρων Γερμανό΄ πρόκειται γιά τό λεγόμενο «τριπρόσωπο τῶν τριῶν Γερμανῶν»). Στή συνέχεια ἀπό τούς τρεῖς Ἀρχιμανδρίτες πού πλειοψήφισαν, προκρίθηκε ἀπό τόν Βασιλέα Γεώργιο Β’, μετά ἀπό ὑπόδειξη τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἐπαναστάσεως Νικ. Πλαστήρα, ὁ ἀρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν τό Σαββάτο 25. 2. 1923, ἀπό τούς τρεῖς Μητροπολίτες πού τόν ψήφισαν, τῶν λοιπῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «ἐπιδεικτικά ἀπεχόντων».
Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ὁ Δημητριάδος Γερμανός δέν συμμετεῖχε στά Συνοδικά ὄργανα. Συγκεκριμένα δέν συμμετεῖχε στήν πρώτη ἀμέσως μετά τήν ἐκλογή τοῦ Χρυσοστόμου Δ’ Ἱεραρχία (Β.Δ. 31. 3. 1923) καί «ἔπαυσε νά προσέρχεται εἰς τάς συνεδριάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δι’ ὅ καί ἀντικατεστάθη διά τοῦ Τρίκκης Πολυκάρπου» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ., τ. Β. σελ. 1164 – 1165). Παράλληλα ἄρχισε νά δημοσιογραφεῖ κατά τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χρυσοστόμου, σέ σημεῖο νά ὑποχρεωθεῖ ἡ Σύνοδος νά ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα κατά τήν συνεδρίασή της τῆς 24. 5. 1923 καί νά ἀποφασίσει «ἵνα ἀπευθυνθῆ παρατήρησις πρός τόν Σεβ. Δημητριάδος διά τάς δημοσιεύσεις του ἐν τῶ καθημερινῶ Τύπῳ τῶν Ἀθηνῶν, ἐν σχέσει πρός τήν ἐκλογήν τοῦ Μακ. Μητροπολίτου Ἀθηνῶν, καθ’ ὅσον εἰ καί μέχρι τοῦδε ἀνέμενεν ἡ Ι.Σ. ἐκδήλωσιν μεταμελείας παρά τοῦ Σεβ. Δημητριάδος, ἐν τούτοις εἰς οὐδεμίαν τοιαύτη προέβει οὗτος» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ., τ. Β, σελ. 1165).
Τό 1923, μέ ἀπόφαση τῆς ὑπό τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο Ἱερᾶς Συνόδου, ἀνατράπηκε ἡ ἱεραρχική τάξις στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση καί καταργήθηκε τό Μητροπολιτικό σύστημα (Ἐπίσκοπος, Ἀρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτης, Πατριάρχης). Ἔτσι, ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀνομάσθηκαν Μητροπολίτες καί ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἀπό Μητροπολίτης σέ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν! (Γιά τοῦτο στό ἐξῆς καί ὁ Δημητριάδος θά ἀναφέρεται ὡς Μητροπολίτης).
Παρά τήν παρατήρηση τῆς Συνόδου ὁ Δημητριάδος Γερμανός ὄχι μόνο συνέχισε τήν ἀμφισβήτηση τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἀλλά προχώρησε καί σέ συνωμοσία γιά τήν ἀνατροπή του, συνεργαζόμενος μέ τόν τότε Ἐπίσκοπο Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστήνη. Ἡ συνωμοσία ἀποκαλύφθηκε ὅταν ἐκδόθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Ἀξώμης Μεθόδιο τό Ἡμερολόγιο τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μελετίου Μεταξάκη. Ἐκεῖ, στήν καταχώρηση τῆς 25. 8. 1925 ὁ Μελέτιος γράφει:
«Χθές ἐδείπνησε παρ’ ἐμοί ὁ κ. Μιχ. Γαλανός. Ἐπληροφορήθη, ὅτι ὁ κίνδυνος διά τόν Ἀρχιεπίσκοπον πρόκειται ἐκ τῶν ἐνεργειῶν, ὄχι τοῦ Δημητριάδος, ἀλλά τοῦ Καρυστίας Παντελεήμονος Φωστήνη. Οὗτος ἀπολαύει ἐκτιμήσεως παρά τῶ Παγκάλῳ ἀπό τοῦ στρατοπέδου… Ὁ Πανουργιᾶς, πρώην Διευθυντής τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, ἐργάζεται ὑπέρ τοῦ Φωστήνη ὡς Μητροπολίτου Ἀθηνῶν. Τῶν συνωμοτικῶν κινήσεων μετέχει καί ὁ Α’ Γραμματεύς τῆς Συνόδου ἀρχιμ. Χρυσόστομος Δημητρίου, φερόμενος ὑποψήφιος Μητροπολίτης Πειραιῶς. Ὁ Γαλανός ἐδήλωσεν αὐτοῖς κατηγορηματικῶς, ὅτι δέν ἀποδοκιμάζει σχέδια συνωμοτικά, ἐπί τῆ προφάσει ἀνορθώσεως τῆς Ἐκκλησίας».
Στήν καταχώρηση τῆς 7. 9. 1925 ὁ Πατριάρχης Μελέτιος γράφει: «Ἡ κατά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν περί τούς Μητροπολίτας Δημητριάδος καί Καρυστίας ἀντίδρασις, κινεῖται ἐντατικώτερον. Αἱ ἐφημερίδες πᾶσαι ἀναγράφουν ἐν πλάτει σχετικάς εἰδήσεις. Ὁ Ὑπουργός τῶν Ἐκκλησιαστικῶν βεβαιοῖ τήν ὑφισταμένην διαίρεσιν. Φέρονται συμπράττοντες μετά τοῦ Δημητριάδος 10 ἕως 15 Ἐπίσκοποι, ἐν οἷς καί οἱ Κερκύρας καί Κορινθίας καί κύκλος τῆς Παγκληρικῆς. Ἐμφανίζονται ὡς μεταρρυθμισταί, ὡς δηλοῦν δέ ὡς ἀντικειμενικόν σκοπόν ἔχουν τήν ἐπανφοράν τῆς Διαρκοῦς Συνόδου καί τήν ἐκκαθάρισιν τῶν ἀνικάνων, ἐν οἷς καταριθμοῦν καί τόν Ἀρχιεπίσκοπον».

4. Οἱ θέσεις τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ σχετικά μέ τό Ἡμερολογιακό ζήτημα.
Ὁ Δημητριάδος Γερμανός συμμετεῖχε στήν Ε’ Ἱεραρχία (24. 12. 1923), καθώς καί στήν ἐπιτροπή συντάξεως τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Κατά τήν Ε’ Ἱεραρχία (ἀλλά καί κατά τίς ἑπόμενες), συζητουμένης τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, τοποθετήθηκε ἐπί τοῦ διαδικαστικοῦ μέρους τοῦ θέματος (πῶς ἔπρεπε νά γίνει ἡ ἀλλαγή) καί ὄχι ἐπί τοῦ οὐσιαστικοῦ (ἄν ἔπρεπε νά γίνει).
Ἀρχικά τάχθηκε κατά τοῦ βεβιασμένου τῆς ἀλλαγῆς, μαζί μέ τήν πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν (τούς Μητροπολίτες Ἄρτης Σπυρίδωνα, Θηβῶν Συνέσιο, Καλαβρύτων Τιμόθεο, Παροναξίας Ἱερόθεο, Ἠλείας Ἀντώνιο, Ἀργολίδος Ἀθανάσιο, Τριφυλλίας Ἀνδρέα, Χαλκίδος Γρηγόριο, Λευκάδος Δανιήλ, Σύρου Ἀθανάσιο καί Ζακύνθου Διονύσιο) καί ζήτησε νά ἀναγνωσθοῦν τά ἔγγραφα «ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ γνῶμαι τῶν Πατριαρχῶν, διότι δέν πρόκειται περί παρονυχίδος» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ., τ. Β, σελ. 1194).
Ἀπό τίς παρεμβάσεις του ἀποδεικνύεται, ὅτι οὐδέποτε τόν ἀπασχόλησε ἡ δεοντολογία τῆς ἀλλαγῆς. Σύμφωνα μέ τά πρακτικά τῆς Ε’ Ἱεραρχίας, κάποιοι Ἀρχιερεῖς εἶχαν ἐκφράσει τόν προβληματισμό τους σχετικά μέ τό θέμα τοῦ σκανδαλισμοῦ τοῦ λαοῦ. Λ.χ. ὁ Χαλκίδος Γρηγόριος εἶχε τονίσει, ὅτι «ὁ λαός σκανδαλίζεται». Καί ὁ Κυθήρων Δωρόθεος εἶχε πεῖ, ὅτι «τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ συνδέει τό ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου μέ τό ζήτημα τῆς πίστεως». Ὁ δέ Σύρου Ἀθανάσιος προχώρησε ἀκόμη περισσότερο καί εἶπε: «Ἀφοῦ εἶναι βεβαιομένον, ὅτι ἡ ἐν Νικαίᾳ Σύνοδος ὑπελόγιζε καλῶς, ἡμεῖς εὑρισκόμεθα καταπατοῦντες»!
Αὐτή τήν προβληματική μελῶν τῆς Ἱεραρχίας προσπάθησε νά διασκεδάσει μέ τήν παρέμβασή του ὁ Κορινθίας Δαμασκηνός. «Ὡς πρός τό ζήτημα τοῦ σκανδαλισμοῦ - εἶπε - ὅν προβλέπεται, οὐδένα βλέπω σήμερον νά ὑπάρχει. Τό τοιοῦτον δι’ ἐμέ δέν εἶναι κώλυμα»!
Ὁ Δημητριάδος στήν παρέμβασή του δέν συντάχθηκε μέ τήν πλευρά τῶν προβληματιζομένων Ἱεραρχῶν, ἀλλά μέ τίς θέσεις τοῦ Κορινθίας. «Δευτέρα γνώμη δέν ὑπάρχει – εἶπε - ὅτι τό Γρηγοριανόν Ἡμερολόγιον εἶναι ἀνώτερον τοῦ Ἱουλιανοῦ. Φρονῶ, ὅτι δέον νά ἐφαρμοσθῆ, ὡς ὁ Ἅγιος Κορινθίας εἶπεν. Πλήν, δέον νά ζητηθῆ ἡ γνώμη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν». (Βλ. γενικά Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Β, σελ. 1196).
Μετά τήν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου, ὁ Δημητριάδος συμμετεῖχε στήν Στ’ Ἱεραρχία (12. 5. 1924), ἀλλά δέν ἔκανε κάποια σχετική παρέμβαση, παρά τόν σάλο πού εἶχε δημιουργηθεῖ μέ τήν ἀλλαγή. Στήν ἑπομένη Ζ’ Ἱεραρχία (3. 10. 1924), ὄχι μόνον δέν ὑπεραμύνθηκε τῶν δικαιωμάτων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀλλά ὁμολογεῖ ἑαυτόν διώκτη τους! καθ’ ὅτι δήλωσε: «Μοναχοί τινές ἔγραψαν εἰς κατοίκους τῆς ἐπαρχίας μου, ὅπως μή ἀκολουθῶσι τό Νέον Ἡμερολόγιον καί παρέπεμψα τήν ὑπόθεσιν εἰς τόν κ. Εἰσαγγελέα τῶν Πρωτοδικῶν, ὅστις καί ἐπελήφθη τῶν σχετικῶν ἀνακρίσεων. Οἱ ἴδιοι μοναχοί ἐνσπείρουσιν ζηζάνια» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ., τ. Β, σελ. 1333).
«Καί ὅμως – σημειώνει ὁ ἀρχιμ. Θ. Στράγκας - ὁ Ἱεράρχης οὗτος μετά 11ετίαν ἐτέθη ἐπί κεφαλῆς ὡς ἀρχηγός καί Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Παλαιοημερολογιτῶν» (αὐτ. τ. Β, σελ. 1333).
Κατά τήν ΙΔ’ Ἱεραρχία (31. 10. 1931), κατά τήν ὁποία συζητήθηκε τό αἵτημα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν νά ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι στήν ἄσκηση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων, πάνω στό ὁποῖο τοποθετήθηκαν πολλοί Ἀρχιερεῖς (οἱ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, Παροναξίας Ἱερόθεος, Χαλκίδος Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, Μυτιλήνης Ἰάκωβος, Λαρίσης Ἀρσένιος, Σάμου Εἰρηναῖος, Μαρωνείας Ἄνθιμος καί Σπάρτης Γερμανός), ὁ Δημητριάδος Γερμανός ἐσίγησε! Ἀντίθετα εἶχε γνώμη καί λόγο στό θέμα τῆς συγχωνεύσεως ἤ μή κάποιων Μητρο-πόλεων! (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Γ’, σελ. 1860 – 1861).
Κατά τήν ΙΕ’ Ἱεραρχία (1. 10. 1933), ὁ Μητροπ. Φωκίδος Ἰωακείμ παρουσίασε «ἐμπεριστατομένην εἰσήγησιν περί τοῦ Ἡμερολογιακοῦ θέματος, διά τό ὁποῖον καί συνεκλήθη ἡ Ἱεραρχία, περί ἐξοικονομήσεως τῆς καταστάσεως, ὡς ἐδήλωσεν ὁ Ἀθηνῶν Χρυσόστομος» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Γ’, σελ. 1939). Κατά τίς τοποθετήσεις τῶν Ἱεραρχῶν (κατά τήν σειρά πού ἀναφέρονται στά Πρακτικά τῶν Κορινθίας Δαμασκηνοῦ, Ἐλευθερουπόλεως Σοφρωνίου, Σπάρτης Γερμανοῦ, Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου, Κασσανδρείας Εἰρηναίου, Ξάνθης Πολυκάρπου, Θεσσαλονίκης Γενναδίου, Χαλκίδος Γρηγορίου, Ἄρτης Σπυρίδωνος, Σάμου Εἰρηναίου, Δρυϊνουπόλεως Βασιλείου, Ἱερισσοῦ Σωκράτη καί Θηβῶν Συνεσίου), ὁ Δημητριάδος Γερμανός ἔκανε δύο μικρές παρεμβάσεις ἐπί τοῦ διαδικαστικοῦ καί ὄχι ἐπί τῆς οὐσίας τοῦ ζητήματος. Συγκεκριμένα εἶπε: «Καί ἐγώ ἐν τῆ Ἱεραρχίᾳ διεφώνησα καί προέτεινα ὅπως ἀποφανθῶσι πρότερον ἅπασαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Γ’, σελ. 1941 – 1942).
Παρόμοιες θέσεις διατύπωσαν στήν ΙΕ’ Ἱεραρχία καί οἱ Μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Σοφρώνιος, Κασσανδρείας Εἰρηναῖος καί Ἄρτης Σπυρίδων.
Ἡ πρώτη παρέμβαση τοῦ Δημητριάδος κατελέγχεται ὡς ψευδής, διότι κατά τήν Ε’ Ἱεραρχία (24. 12. 1923), ὄχι μόνο δέν διεφώνησε μέ τήν ἀλλαγή, ἀλλά ἀγνόησε τήν προβληματική Ἱεραρχῶν γιά τό θέμα τοῦ σκανδαλισμοῦ τοῦ λαοῦ (λ.χ. τῶν Κυθήρων Δωροθέου καί Χαλκίδος Γρηγορίου) καί συντάχθηκε μέ τίς θέσεις τοῦ Κορινθίας Δαμασκηνοῦ, ὅπως ἀναφέρθηκε προηγουμένως. (Βλ. ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Β, σελ. 1196).
Ἀπό τά προηγούμενα προκύπτει, ὅτι ὁ Δημητριάδος Γερμανός δέν εἶχε ἐκφράσει κατά τήν κρίσιμη περίοδο 1923 – 1935 οὐσιαστικές ἐνστάσεις κατά τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὥστε νά δικαιολογεῖται ἡ ἀνάληψη ἀπ’ αὐτόν τῆς ἡγεσίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν τό 1935.

5. Ἡ ἐπισκοποίηση προστατευομένων τῶν Ἀθηνῶν καί Δημητριάδος.
Ἡ ἀντιπαλότητα μεταξύ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί Δημητριάδος Γερμανοῦ τεκμηριώνεται καί ἀπό ἄλλες πτυχές τῆς τότε ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπως τῆς ἐπισκοποιήσεως τοῦ ἀρχιμ. Χριστοφόρου Χατζῆ, τοῦ Γραμματέως τῆς Συνόδου ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Δημητρίου καί τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἀρχιμ. Ἰακώβου Βαβανάτσου.
ἀρχιμ. Χριστόφορος Χατζῆς ἦταν φίλος καί συμπατριώτης τοῦ Θεοδώρου Πάγκαλου, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά τόν καταστήσει Ἐπίσκοπο στά Μέγαρα. Γιά τόν λόγο αὐτό τήν 23. 7. 1929 ἡ Κυβέρνηση δημοσίευσε Νομοθετικό Διάταγμα, «Περί προσθήκης τρίτου Βοηθοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, διά τήν ἐπαρχίαν Μεγαρίδος». Κατά τόν ἀρχιμ. Θ. Στράγκα, «ἡ δημοσίευσις τοῦ Νομοθετικοῦ αὐτοῦ Διατάγματος, προυκάλεσεν ἐν τῆ Ἱερᾶ Συνόδῳ κατά τήν ΜΗ’ συνεδρίαν αὐτῆς σοβαράν συζήτησιν». Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἀντέδρασε καί εἶπε χαρακτηριστικά: «Τό περί ἱδρύσεως Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἐν Μεγάροις δέν ἀνεγνωρίσθη ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἐκκλησιαστικῶς».
Συντάκες τοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος ἦταν οἱ Μητροπολίτες Καρυστίας Παντελεήμων καί Κυθήρων Δωρόθεος, οἱ ὁποῖοι κατά τόν ἀρχιμ. Θ. Στράγκα «ἐπεδίωκον τήν τακτοποίησιν εἰς Μεγαρίδα, τοῦ στενοῦ των φίλου ἀρχιμ. Χριστοφόρου Χατζῆ». «Τελικά – σημειώνει ὁ ἴδιος - ὁ Χριστόφορος Χατζῆς τό 1934 προσεκολήθη εἰς τούς Παλαιοημερολογίτας, ἐπί τῶ σκοπῶ νά χειροτονηθῆ ὑπ’ αὐτῶν Ἐπίσκοπος Μεγαρίδος, ὅπερ καί ἐπέτυχεν» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Β’, σελ. 1398).
Πράγματι, ἡ ἀποτυχία τοῦ Χριστοφόρου Χατζῆ νά γίνει Ἐπίσκοπος στά Μέγαρα, μέ τήν βοήθεια καί τίς μεθοδεύσεις τῆς φίλης πρός αὐτόν πολιτικῆς ἐξουσίας, τόν ὁδήγησε στήν ὁμάδα τῶν ἀντιπάλων τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ὅπου τέθηκε ὑπό τήν προστασία τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ. Τελικά τό 1934 προσχώρησε στίς τάξεις τῶν Γ.Ο.Χ. καί πέτυχε νά χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος τό 1935 ἀπό τόν Δημητριάδος Γερμανό, μέ τόν τίτλο τοῦ Ἐπισκόπου Μεγαρίδος.
ἀρχιμ. Χρυσόστομος Δημητρίου, προστατευόμενος τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ, συμπεριλήφθηκε στόν κατάλογο τῶν ὑποψηφίων πρός ἀρχιερατεία κατά τήν ΣΤ’ Ἱεραρχία (12. 5. 1924), μέ 16 ψήφους ὑπέρ, ἐπί συνόλου 29 Ἀρχιερέων πού συμμετεῖχαν. Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος μετά τήν ἐκλογή του σέ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, τόν τίμησε μέ τήν ἀνάθεση τῆς θέσεως τοῦ Α’ Γραμματέως τῆς Συνόδου του. Παρά τό γεγονός αὐτό, ὁ Χρυσόστομος Δημητρίου συμμετεῖχε στήν κατά τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου συνωμοσία τῶν Δημητριάδος Γερμανοῦ καί Καρυστίας Παντελεήμονος (γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος προηγουμένως).
Τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου δέν φαίνεται νά τόν ἀπασχόλησε ποτέ. Ἀντίθετα τήν 16. 4. 1926 ὑπέγραψε ὡς Α’ Γραμματεύς τῆς Συνόδου τήν Ἐγκύκλιο κατά τῶν ἀκολουθοῦντων τό παλαιό Ἡμερολόγιο (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Β’, σελ. 1409). Ἔγινε Ἐπίσκοπος τό 1934 στή Μητρόπολη Ζακύνθου, ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Δημητριάδος Γερμανό, ὁ ὁποῖος κινητοποίησε τούς φίλους του Ἀρχιερεῖς στήν Ἱεραρχία, κάτω ἀπό συνθῆκες συναλλαγῆς πού περιγράφονται στή συνέχεια, στήν ἐπισκοποίηση τοῦ Ἰακώβου Βαβανάτσου.

6. Ἡ ἐπισκοποίηση τοῦ Ἰακώβου Βαβανάτσου.
Ἀφορμή γιά τήν προσχώρηση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τό 1935, ὑπῆρξε ἡ μεθόδευση τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου γιά τήν ἐπισκοποίηση τοῦ Πρωτοσυγκέλλου του Ἰακώβου Βαβανάτσου.
ἀρχιμ. Ἰάκωβος Βαβανάτσος ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχήν προστατευόμενος τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἐκλογή του στό Μητροπολιτικό - Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο, τόν ὀνόμασε Μέγα Ἀρχιμανδρίτη καί τόν διόρισε Πρωτοσύγκελλό του. Ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος ἤθελε μέ κάθε τρόπο τήν ἐπισκοποίηση τοῦ προστατευομένου του. Γιά τόν λόγο αὐτό προκάλεσε ἀπόφαση τῆς ὑπ’ αὐτόν Συνόδου τῆς ΟΗ’ περιόδου, μέ τήν ὁποία ζητοῦνταν ἀπό τήν Πολιτεία ἡ ἐπαναφορά τοῦ θεσμοῦ τῶν Βοηθῶν Ἐπισκόπων, ὁ ὁποῖος εἶχε καταργηθεῖ μέ τόν νόμο 5438/1932. Σημειώνεται, ὅτι μεταξύ τῶν Συνοδικῶν ἐκείνης τῆς περιόδου, ὑπῆρχαν Μητροπολίτες πού ἐνδιαφέρονταν γιά τήν «τακτοποίηση» προστατευομένων τους ὡς Βοηθῶν Ἐπισκόπων.
Ἡ ἀπόφαση τῆς Δ.Ι.Σ. γνωστοποιήθηκε στήν Ἱεραρχία μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 1634/1046/7.7.1932 Ἐγκύκλιο (τήν ὁποία ὑπογράφει καί ὁ συνεργάτης τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ στό Κίνημα τοῦ 1935 Χρυσόστομος Καβουρίδης ὡς Μητροπολίτης Φλωρίνης).
Τήν ἀπόφαση – πρόταση δέν ἀποδέχθηκε ἡ Κυβέρνηση Ἐλευθερίου Βενιζέλου – Γεωργίου Παπανδρέου καί ἔτσι τό θέμα γιά τούς ἐνδιαφερομένους (Χρυσόστομο Παπαδόπουλο καί Ἰάκωβο Βαβανάτσο), ἔμεινε σέ ἐκρεμμότητα.
Τό 1934 κενώθηκε ἡ Μητρόπολις Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, μέ τήν μετάθεση τοῦ Γόρτυνος Πολυκάρπου στή Μητρόπολη Μεσσηνίας καί ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος μεθόδευσε τήν ἐπισκοποίηση τοῦ Ἰακώβου στήν ἕδρα αὐτή. Ἐνῶ ὅμως - κατά τόν ἰσχύοντα τότε νόμο - τά ἀποστελλόμενα ἀπό τούς Μητροπολίτες ψηφοδέλτια, ἔπρεπε νά ἀποσφραγίζονται ἕνα μῆνα μετά τήν ἀποστολή τῆς σχετικῆς Ἐγκυκλίου (566/596/1.3.1934), ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος καθυστεροῦσε τήν ἀποσφράγιση (μέ τήν δικαιολογία, ὅτι ἡ Μητρόπολις Γόρτυνος ἔπρεπε νά πληρωθεῖ μαζί μέ τίς Μητροπόλεις Κεφαλληνίας καί Ζακύνθου), διότι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες τῆς Ἀρκαδίας ἐνεργοῦσαν ὑπέρ τοῦ ἀρχιμ. Προκοπίου Τζαβάρα καί πίεζαν τόν Ὑπουργό Θρησκευμάτων Ἰω. Μακρόπουλο νά μή δείξει ἐνδιαφέρον γιά τήν ὑποψηφιότητα τοῦ Ἰακώβου Βαβανάτσου.
Κατά τήν συνεδρίαση τῆς Δ.Ι.Σ. τῆς 7.7. 1934, ὁ Συνοδικός Δημητριάδος Γερμανός, ἐνδιαφερόμενος γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ προστατευομένου του ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Δημητρίου στή Μητρόπολη Ζακύνθου, «ἐπενέβη ζωηρῶς» (κατά τόν ἀρχιμ. Θ. Στράγκα), ὁπότε ἀποσφραγίσθηκαν οἱ φάκελλοι καί οἱ φήφοι τῶν Ἱεραρχῶν ἀνέδειξαν γιά τήν Μητρόπολη Γόρτυνος τόν Ἰάκωβο Βαβανάτσο, γιά τήν Μητρόπολη Κεφαλληνίας τόν Γερμανό Ρουμπάνη καί γιά τήν Μητρόπολη Ζακύνθου τό Χρυσόστομο Δημητρίου. Ὅταν, σύμφωνα μέ τόν νόμο, ὑποβλήθηκαν στό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί Θρησκευμάτων οἱ τριπρόσωπες προτάσεις, γιά μέ τίς Μητροπόλεις Κεφαλληνίας καί Ζακύνθου προκρίθηκαν οἱ ἐκλεκτοί τῆς Ἱεραρχίας Γερμανός Ρουμπάνης καί Χρυσόστομος Δημητρίου, ἀλλά γιά τήν Μητρόπολη Γόρτυνος προκρίθηκε ὁ ὑποστηριζόμενος ἀπό τοπικούς πολιτικούς παράγοντες δεύτερος τοῦ τριπροσώπου ἀρχιμ. Προκόπιος Τζαβάρας!
Ἡ ἐξέλιξη αὐτή ἀποτέλεσε νίκη τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ κατά τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου. Ὁ ἐκλεκτός τοῦ Δημητριάδος ἀρχιμ. Χρυσόστομος Δημητρίου ἐπικράτησε (διότι ὁ Δημητριάδος εἶχε διασυνδέσεις μέσα στήν Ἱεραρχία), ἐνῶ ὁ ἐκλεκτός τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ἀρχιμ. Ἰάκωβος Βαβανάτσος ἀπορρίφθηκε.
«Ὡς ἦτο ἑπόμενον – γράφει ὁ ἀρχιμ. Θ. Στράγκας - ἡ ἀποτυχία αὕτη ἔτρωσε τό γόητρον οὐ μόνον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί τοῦ Πρωτοσυγκέλλου του, ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ Ὑπουργοῦ Ἰω. Μακρόπουλου, τοῦ μή δυνηθέντος νά ἀντιστῆ εἰς τάς ἀπαιτήσεις καί πιέσεις καί νά προκρίνη τήν προαγωγήν εἰς Μητροπολίτην τοῦ συμπολίτου καί οἰκογενειακοῦ του φίλου ἀρχιμ. Ἰακώβου Βαβανάτσου. Ἀλλά, διότι ἀνεμένετο ἡ ἀποτυχία αὕτη, εἶχεν ἡ Ἀρχιερωσύνη τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Ἰακώβου Βαβανάτσου ἐξασφαλισθῆ, ἀφ’ ἧς ὥρας διεπιστώθη ἀντίδρασις μετ’ ἀπειλῶν κατ’ αὐτοῦ. Ἀρχιεπίσκοπος, Πρωτοσύγκελλος καί Ὑπουργός Θρησκευμάτων, συσκεφθέντες ὡς μία ψυχή καί καρδία, ἐμηχανεύθησαν ἁπλοῦν καί εὔκολον τρόπον ἐπιτεύξεως τοῦ ποθουμένου, ὅν τρόπον κατέστρωσαν ἐν σχεδίῳ, οὐχί ὅμως καί ἐπί ἠθικῆς βάσεως» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Γ’, σελ. 2027).
Τό σχέδιο προέβλεπε τήν ἀποστολή ἐγγράφου τῆς περί τόν ἀρχιεπ. Χρυσόστομο Συνόδου πρός τόν Ὑπουργό Θρησκευμάτων Ἰω. Μακρόπουλο, μέ τό ὁποῖο θά ἀπεκρούετο τό 7ο ἄρθρο τοῦ πορίσματος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς, τό ὁποῖο πόρισμα συνόδευε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 1634/1046/7.7.1932 Ἐγκύκλιο «Περί καταργήσεως τοῦ θεσμοῦ τῶν Βοηθῶν Ἐπισκόπων». Στό ἔγγραφο αὐτό τῆς Συνόδου (ὑπ’ ἀριθμ. 1662/ 25.5. 1934), ὁ Ὑπουργός ἀπάντησε μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 31031/26.5.1934 ἔγγραφό του στό ὁποῖο διευκρινίζοταν, ὅτι «ἐν τῶ θέσιν νόμου ἐπέχοντι Διατάγματι περί Μητροπολιτικῶν Γραφείων, δέν ὁρίζεται διά τόν Πρωτοσύγκελλον καί βαθμός Ἱερωσύνης, ἀλλά ἁπλῶς ἀπαιτεῖται νά εἶναι ἄγαμος Κληρικός καί δύναται οὗτος νά φέρει καί ἐκ τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς Ἱερωσύνης ἕνα, κατά τήν κρίσιν τοῦ ἀμέσου προϊσταμένου αὐτοῦ, τουτέστι τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος. Συνεπῶς καί ἡ προαγωγή τοῦ Πρωτοσυγκέλλου ἀπό κατωτέρου εἰς ἀνώτερον βαθμόν Ἱερωσύνης, ἐν προκειμένῳ ἀπό Πρεσβυτέρου εἰς Ἐπίσκοπον, εἶναι ζήτημα ἀπολύτου καί ἀποκλειστικῆς ἀρμοδιότητος Ὑμῶν, ὡς προϊσταμένου αὐτοῦ, μηδενός κωλύμματος διά τήν προαγωγήν αὐτοῦ ὑφεστῶτος, μήτε κανονικοῦ, μήτε νομίμου» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ., τ. Γ’, σελ. 2028).
Τό ἔγγραφο αὐτό ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος κράτησε μυστικό ἀπό τήν Σύνοδο, διότι γνώριζε τήν θύελλα πού θά προκαλοῦσε μεταξύ τῶν Συνοδικῶν ἐκείνης τῆς περιόδου καί ἰδιαιτέρως στόν Δημητριάδος Γερμανό, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκφραστεῖ δρυμίτατα κατά τοῦ Ἰακώβου Βαβανάτσου (καί ὄχι ἀδίκως, διότι ὁ Βαβανάτσος, ἔπειτα Μητροπολίτης Ἀττικῆς καί τελικά «ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῶν 12 ἡμερῶν», εἶχε χάσει ἀπό τότε τήν «ἔξωθεν καλήν μαρτυρίαν» καί τόν βάρυναν κατηγορίες γιά πολύ σοβαρά, ἠθικῆς φύσεως παραπτώματα).
Ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος πρωτοκόλλησε τό ἔγγραφο τήν 10.1.1935 (Α.Π. 100), ὅταν πλέον εἶχε ἀλλάξει ἡ σύνθεσις τῆς Συνόδου καί ἀφοῦ ἐξασφάλισε τήν ὑποστήριξη τῶν περισσοτέρων Συνοδικῶν «κατά τό διαρεύσαν τρίμηνον». Μέ τήν δυναμική ὑποστήριξη τοῦ Φθιώτιδος Ἀμβροσίου, ἀπουσιαζόντων τῶν Δράμας Βασιλείου καί Νευροκοπίου Φιλοθέου, ἀντιταχθέντων τῶν Ὕδρας Προκοπίου, Θηβῶν Συνεσίου, Σάμου Εἰρηναίου καί Ἀκαρνανίας Ἱεροθέου, δηλαδή μέ ψήφους 7 ἔναντι 4 καί 2 ἀπόντων, ὁ Ἰάκωβος Βαβανάτσος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Χριστουπόλεως (Συνοδικό Ἔγγραφο 100/497/10.1.1935). Ἡ χειροτονία του ἔγινε στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν τήν ἑπομένη 11.1.1935, «λίαν πρωΐ» καί προκάλεσε σοβαρές ἀντιδράσεις. Οἱ Μητροπολίτες Τρίκκης Πολύκαρπος καί Ἐλευθερουπόλεως Σωφρόνιος διαμαρτυρήθηκαν ἐγγράφως καί ὁ Δημητριάδος Γερμανός προσέφυγε στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας κατά τῶν Συνοδικῶν, «ἐπί χειροτονία Ἐπισκόπου ἀπολελυμένως».
Ἐκμεταλευόμενος τόν θόρυβο πού προκλήθηκε ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος, προχώρησε σέ μία ἀνέντιμη κίνηση, μέ τήν ὁποία στέρησε ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς πού τόν ὑποστήριξαν στό θέμα τῆς ἐπισκοποίησης τοῦ Ἰακώβου Βαβανάτσου, τήν δυνατότητα νά ἐπισκοποιήσουν οἱ ἴδιοι προστατευομένους τους κληρικούς.
Μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 320/564/ 23.1.1935 ἔγγραφο πρός τό Ὑπουργεῖο Θρησκευμάτων, ζητήθηκε ἡ ἔκδοση νόμου, «σχετικοῦ πρός τό ζήτημα τοῦ περιορισμοῦ τῆς εἰς Ἀρχιερέα προαγωγῆς μόνον εἰς τόν ἑκάστοτε Πρωτοσύγκελλον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς»! Ὅμως ὁ νέος Ὑπουργός Θ. Τουρκοβασίλης δέν συμφώνησε μέ τήν ἔκδοση νόμου οὐσιαστικά ὑπέρ τοῦ Ἰακώβου Βαβανάτσου καί μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1401/1935 ἔγγραφό του ζήτησε ἀπό τήν Σύνοδο νά ἐκφέρει γνώμη «ἐπί τῆς γενομένης χειροτονίας τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν εἰς Ἐπίσκοπον ἀνυπάρκτου Ἐπισκοπῆς, ἄνεϋ τηρήσεως τῶν ὑπό τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου διαγραφομένων πρός ἀνάδειξιν ἀρχιμανδριτῶν εἰς Μητροπολίτας διατάξεων» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ., τ. Γ’, σελ. 2034).
Ἡ ἐξέλιξη αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά μήν ἐκδοθεῖ σχετικός νόμος καί νά μήν ἰσχύσει ἡ ἐπισκοποίηση τοῦ ἑκάστοτε Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν (λ.χ. τοῦ διακεκριμένου ἀρχιμ. Γερβασίου Παρασκευοπούλου). Ὁ Ἰάκωβος Βαβανάτσος πάντως τό ἑπόμενο ἔτος, βάσει τῶν Ἀναγκαστικῶν Νόμων τῆς Δικτατορικῆς Κυβερνήσεως τοῦ Ἰω. Μεταξᾶ (οἱ ὁποῖοι κατά τόν ἀρχιμ. Θ. Στράγκα, «ἦσαν εἰς ὅλας τάς διατάξεις των ἰδιοτελεῖς καί καθαρῶς προσωπικοί, ἀποβλέποντες εἰς τό νά ἐπισκοποιηθῶσι πρόσωπα ἀνήκοντα εἰς τούς ἱσχυρούς τῶν ἡμερῶν ἐκείνων Ἱεράρχας Κορινθίας Δαμασκηνόν καί Καρυστίας Παντελεήμονα», αὐτ. τ. Γ’, σελ. 2050), ἐπί Ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων Κων. Γεωργακόπουλου, ἐξελέγη τήν 29.9.1936 Μητροπολίτης τῆς ἀρτισυστάτου Μητροπόλεως Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος.
Τελικά ὁ Δημητριάδος Γερμανός, γιά τούς λόγους πού ἀναπτύχθηκαν διεξοδικά προηγουμένως, «ἐνόμισεν εὐκαιρίαν τόν δημιουργηθέντα θόρυβον ἐκ τῆς γενομένης χειροτονίας τοῦ Πρωτοσυγκέλλου Ἀθηνῶν εἰς Ἐπίσκοπον, πρός ἐκθρόνισιν τοῦ Χρυσοστόμου (καί) μή ἀρκεσθείς οὗτος εἰς τήν πρός τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας μήνυσιν αὐτοῦ, ἀπεφάσισε κίνημα ἐπαναστατικόν καθ’ ὅλης τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, ὑπό τό πρόσχημα τῆς προστασίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ., τ. Γ’, σελ. 2035).

7. Ἡ προσχώρησις τῶν τριῶν Ἀρχιερέων.
Ἡ προσχώρησις τῶν τριῶν Ἀρχιερέων ἔγινε τήν 26η Μαΐου 1935, μέ τήν κοινή συνεδρίαση τῶν Μητροπολιτῶν Δημητριάδος Γερμανοῦ, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου καί Ζακύνθου Χρυσοστόμου, ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Δημητριάδος, οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν ἔγγραφο ἐπιγραφόμενο «Διαμαρτυρία καί Δήλωσις πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τό ὁποῖο ἀπέστειλαν διά δικαστικοῦ ἐπιμελητοῦ τήν ἑπομένη 28η Μαΐου, μετά ἀπό πανηγυρική Θεία Λειτουργία στόν Ἱ. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Κολωνοῦ, συμμετεχόντων 25.000 περίπου πιστῶν!
Στή συνέχεια οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς, συγκροτοῦντες τήν πρώτη Ἱερά Σύνοδο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προχώρησαν στήν ἐκλογή καί χειροτονία 4 νέων Ἐπισκόπων. Ὅπως προκύπτει ἀπό τό σχετικό ἀνακοινωθέν, «τήν παρελθοῦσαν Τετάρτην ἐψηφίσθη καί ἐχειροτονήθη Κανονικῶς ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Γερμανός Βαρυκόπουλος, Ἐπίσκοπος Κυκλάδων. Τήν Πέμπτην ἐψηφίσθη καί ἐχειροτονήθη Κανονικῶς ὁ Ἀρχιμανδρίτης καί Ἐφημέριος τοῦ Στρατοῦ Χριστόφορος Χατζῆς, Ἐπίσκοπος Μεγαρίδος, ἀποσπασθείσης ἐκ τῆς ὑδροκεφάλου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Τήν Παρασκευήν ἐψηφίσθη καί ἐχειροτονήθη κανονικῶς ὁ Ἀρχιμανδρίτης Πολύκαρπος Λιώσης, Ἐφημερεύων Ἱεροκήρυξ τῆς ἐνορίας Ὑπαπαντῆς Πειραιῶς, Ἐπίσκοπος τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Διαυλείας.
Τήν ἐπιοῦσαν συνελθοῦσα ἡ Ἱερά Σύνοδος ὑπό τήν προεδρίαν τοῦ Σεβασμιωτάτου Δημητριάδος Γερμανοῦ καί λαβοῦσα ὑπ' ὄψιν τάς πολυτιμωτάτας ὑπηρεσίας ἅς προσήνεγκε καί προσφέρει ὑπέρ τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος, ὅν διεξάγωμεν πρός ἀναστήλωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας καί εἰρήνευσιν τῆς Ἐκκλησίας ὁ Πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κερατέας Ἱερομόναχος Ματθαῖος Καρμπαθάκης, ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ, καί ἐπιθυμοῦσα ἀφ' ἑνός μέν νά ἀμείψη τάς πολυτίμους αὐτοῦ ὑπηρεσίας, καί ἀφ' ἑτέρου νά ἐνθαρρύνη καί νά ἐνισχύση περισσότερον αὐτόν εἰς τόν Ὀρθόδοξον ἀγῶνα, παμφηφεί ἐψήφισεν αὐτόν καί κανονικῶς ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Βρεσθένης
».
Οἱ χειροτονίες καί τῶν 4 νέων Ἀρχιερέων ἔγιναν στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Κερατέας, στό Παρεκκλήσιο τῆς ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, γνωστό ἔκτοτε σάν «Παρεκκλήσιο τῶν Χειροτονιῶν».

8. Ἡ ἀντιμετώπισις τῶν Ἀρχιερέων ἀπό τήν Νεοημ. Ἐκκλησία.
Στή ἐξέλιξη αὐτή ἡ ὑπό τόν ἀρχιεπ. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο Σύνοδος τῆς Νεοημ. Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπάντησε:
Α’. Μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 1552/30.5.1935 Ἐγκύκλιο (τήν ὁποία δέν ὑπέγραψαν οἱ Μητροπ. Σάμου Εἰρηναῖος, Ὕδρας Προκόπιος, Ἀκαρνανίας Ἱερόθεος καί Δράμας Βασίλειος).
Β’. Μέ προσφυγή στήν πολιτική ἐξουσία. Κατά τήν περίοδο ἐκείνη Ὑπουργός Θρησκευμάτων τῆς Κυβερνήσεως Παν. Τσαλδάρη ἦταν ὁ Δημ. Χατζίσκος, Βουλευτής Φθιωτιδοφωκίδος. Στόν ἁρμόδιο Ὑπουργό - λοιπόν - καί τήν Κυβέρνηση «καταλλήλως καί ἐπιτηδείως παρεστάθη τό ἀρχιερατικόν κίνημα, ὡς ἔχον δῆθεν καί πολιτικά κίνητρα. Τοῦτο ἔγινε πιστευτόν, διότι ὁ ἀρχηγός τοῦ κινήματος αὐτοῦ Δημητριάδος Γερμανός, ἀνῆκε κομματικῶς καί ἀποδεδειγμένως εἰς τόν Βενιζελισμόν καί διότι μόλις πρό τριμήνου κατεστάλη τό στρατιωτικόν κίνημα τῶν Βενιζελικῶν ἀξιωματικῶν. Καί ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἀνησυχήσαντες οἱ κυβερνῶντες πολιτικοί παράγοντες, ἀπεφάσισαν – τῆ ἐπιθυμίᾳ καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου – καί περιώρισαν τούς ταραξίας ἐκείνους Ἀρχιερεῖς, ἀπαγορεύσαντες εἰς αὐτούς τήν ἐλευθέραν αὐτῶν κίνησιν καί δρᾶσιν.
Ἐν τῆ περιπτώσει ταύτῃ ὁ χωροφύλαξ τῆς Πολιτείας ὑπῆρξεν ἡ σώτειρα δύναμις διά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος
» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Γ’, σελ. 2042).
Σημειώνεται, ὅτι στήν Συνοδική Ἐπιτροπή πού ἐπισκέφθηκε τόν Ὑπουργό Θρησκευμάτων (συνεδριαζούσης μάλιστα τῆς Συνόδου) συμμετεῖχαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος καί οἱ Μητροπολίτες Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος καί Σάμου Εἰρηναῖος.
Γ’. Μέ τήν συγκρότηση Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου. Σύμφωνα μέ τόν νόμο 5383/1932, συγκροτήθηκε τό Πρωτοβάθμιο δι’ Ἀρχιερεῖς Συνοδικό Δικαστήριο, τό ὁποῖο τήν 13.6.1935 δίκασε τούς χειροτονηθέντες Ἐπισκόπους Κυκλάδων Γερμανό, Μεγαρίδος Χριστόφορο, Διαυλείας Πολύκαρπο καί Βρεσθένης Ματθαῖο καί τήν ἑπομένη 14.6.1935 τούς χειροτονήσαντες Δημητριάδος Γερμανό, πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο καί Ζακύνθου Χρυσόστομο. Στό Δικαστήριο αὐτό οἱ Ἀρχιερεῖς ἀρνήθηκαν νά παραστοῦν ἀποστείλαντες διά δικαστικοῦ ἐπιμελητοῦ τό ἀκόλουθο ἔγγραφο:

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀκολουθούντων τά πάτριον Ἐκκλησιαστικόν Ἡμερολόγιον.
Ἐν Ἀθήναις τῆ 31η Μαΐου 1935.

Πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Διά τοῦ ὑπό ἡμερομηνίαν 26 Μαΐου 1935 ἐγγράφου ἀπεκηρύξαμεν τήν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν ὡς σχισματικήν καί ἀνελάβομεν τήν διακυβέρνησιν καί ποιμαντορίαν τῶν ἀκολουθούντων τό Πάτριον Ἡμερολόγιον καί τοῦτο ἀναγγείλαμεν καί εἰς τό Ὑπουργεῖον Παιδείας, δι’ ἐγγράφου τῆς 26 Μαΐου 1935. Διαμφισβητοῦμεν τό δικαίωμα νά κριθῶμεν ἡμεῖς, οἵτινες ἀποτελοῦμεν τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῶν ἀκολουθούντων τό πάτριον Ἐκκλησιαστικόν Ἡμερολόγιον, ἀναγνωρισθείσης ὑπό τοῦ Κράτους καί οἵτινες ἁρμοδίως διά τοῦτο προέβημεν καί εἰς χειροτονίας τεσσάρων Ἀρχιερέων διά τήν συμπλήρωσιν Ἱερᾶς Συνόδου. Ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἤδη ὑπόδικος οὗσα, δέν δικαιοῦται νά δικάση τούς ὑφ’ ἡμᾶς Κληρικούς.

Ἐν ὀνόματι τῆς ἑπταμελοῦς Συνόδου ὁ Πρόεδρος
+ Ὁ Δημητριάδος Γερμανός.

Τό Δικαστήριο συγκροτήθηκε ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Κερκύρας Ἀλεξάνδρου καί σ’ αὐτό συμμετεῖχαν οἱ Μητροπολίτες Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος, Κοζάνης Ἰωακείμ, Σερρῶν Κωνσταντῖνος, Θηβῶν Συνέσιος, Δράμας Βασίλειος, Τρίκκης Πολύπαρπος, Ἐλασσῶνος Καλ- λίνικος, Ἀλεξανδρουπόλεως Ἰωακείμ, Ἄρτης Σπυρίδων, Γυθείου Διονύσιος καί Γρεβενῶν Γερβάσιος.
Στήν ἀπόφαση τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου νά παραπέμψει σέ δίκη τούς 7 Ἀρχιερεῖς ἀντιτάχθηκαν οἱ Συνοδικοί Μητροπολίτες Ὕδρας Προκόπιος, Σάμου Εἰρηναῖος καί Ἀκαρνανίας Ἱερόθεος, οἱ ὁποῖοι καί παραιτήθηκαν ἀπό τά συνοδικά τους καθήκοντα.
Ὑπέρ τῆς καθαιρέσεως τῶν Ἀρχιερέων ψήφισαν 9 ἀπό τά 12 μέλη τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου (ὁ Ἄρτης Σπυρίδων πρότεινε ἔκπτωση ἀπό τούς θρόνους τους καί σωματικό περιορισμό σέ μονές καί ὁ Τρίκκης Πολύκαρπος ἑξάμηνο ἀργία μέ τριετῆ σωματικό περιορισμό, ἐνῶ ὁ Δράμας Βασίλειος δέν πρότεινε ποινή λόγῳ ἀμφιβολιῶν).
Τελικά ἐπιβλήθηκε στούς Ἀρχιερεῖς οἱ ποινή τῆς καθαιρέσεως καί τοῦ σωματικοῦ περιορισμοῦ (ὁ Δημητριάδος Γερμανός στή Μονή Χοζοβιωτίσσης Ἀμοργοῦ, ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος στή Μονή ἁγ. Διονυσίου Ὀλύμπου, ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος στή Μονή Ρομβοῦ Ἀκαρνανίας, ὁ Μεγαρίδος Χριστόφορος στήν κατοικία του στήν Φρεαττύδα Πειραιῶς, ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος στό Ὀρφανοτροφεῖο του «Ἅγιος Γεώργιος» Ταμπουρίων Πειραιῶς, ὁ Κυκλάδων Γερμανός στή Μονή Στροφάδων καί ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος στή μονή του (Παναγίας Κερατέας).
Προηγουμένως ὅμως ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εἶχε πετύχει τήν ἔκδοση νόμου, «ἐπί τῶ σκοπῶ νά μή δύνανται οἱ καταδικασθέντες Ἀρχιερεῖς δι’ ὑποβολῆς ἀνακοπῆς ἤ ἐφέσεως νά ἀναστείλωσι τήν ἐπιβληθεῖσαν ποινήν καί νά μή δύναται νά ματαιωθῆ ἡ δίκη διά τῆς μή παρουσίας ἐν τῶ Δικαστηρίῳ τῶν τριῶν ἐκείνων Συνοδικῶν, τῶν μή ἐπιθυμούντων τήν καταδίκην τῶν κινηματιῶν» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Γ’ , σελ. 2043). Πρόκειται γιά τόν Ἀναγκαστικό Νόμο τῆς 12.6.1935 (ΦΕΚ 255/1935, «Περί τροποποιήσεως τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου 5187». Τό νομοθετικό αὐτό πραξικόπημα χρεώνεται στόν Μητροπ. Κορινθίας Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος πέτυχε «ἐντός μιᾶς νυκτός» νά πείσει τόν Πρωθυπουργό Παν. Τσαλδάρη νά τροποποιήσει τά ἄρθρα τοῦ τότε ἰσχύοντος Καταστατικοῦ Χάρτη πού δέν συνέφεραν τόν Ἀρχιεπίσκοπο, ἀλλά καί τόν ἴδιο, ἐφ’ ὅσον ἦταν ἐνδιαφερόμενος γιά τόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο ἤδη ἀπό τό 1923 καί ὁ Δημητριάδος ἦταν καί δικός του ἀντίπαλος.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἴδιος ἱστορικός: «Τό ἄρθρον τοῦτο κεραυνοβόλως ἔπληξε τούς κινηματίας Ἀρχιερεῖς (διότι) ἐξουδετερώθη ὁ κίνδυνος ἀδυναμίας συγκροτήσεως Δικαστηρίου ἀφ’ ἑνός,… καί ἀφ’ ἑτέρου ὁ κίνδυνος τῆς ἀναστολῆς τῆς ἀποφάσεως, ἐάν ὑπέβαλλον οἱ καθαιρεθέντες αἴτησιν ἀνακοπῆς ἤ ἐφέσεως…Ὅμως ἡ διάταξις αὕτη, ἡ ἐξουθενώσασα τόν Δημητριάδος Γερμανόν, ὄντα ἰσχυρόν ἀντίπαλον τῶν ἀποβλεπόντων είς τήν κατάληψιν τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου ὑποψηφίων, ἐγένετο ἀφορμή νά ἀκυρωθῆ ἡ ἐκλογή τοῦ Κορινθίας Δαμασκηνοῦ εἰς Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν, διότι ὁ ψηφίσας Δρυϊνουπόλεως Ἰωάννης ἐθεωρεῖτο ἔκπτωτος βάσει ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, οὗ ἡ ἀπόφασις δέν εἶχεν ἀνασταλεῖ, ἄν καί εἶχεν ὑποβάλει αἴτησιν ἀνακοπῆς (διότι) ἴσχυεν η ἀνωτέρω διάταξις, ἥν εἶχεν ἐμπνευσθῆ ὁ Κορινθίας Δαμασκηνός» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Γ’, σελ. 2044).
Παρά ταῦτα ὅμως, στόν Ζακύνθου Χρυσόστομο ἐπιτράπηκε νά ἐφεσιβάλη τήν σέ βάρος του καθαιρετική ἀπόφαση τοῦ Πρωτοβαθμίου στό Δευτεροβάθμιο δι’ Ἀρχιερεῖς Συνοδικό Δικαστήριο καί ἀφοῦ ὑποβάλει δήλωση μετανοίας, νά ἀποκατασταθεῖ στήν Ἀρχιερωσύνη καί στό θρόνο του, κάτι πού δέν ἐπιτράπηκε στόν Δημητριάδος Γερμανό! Γιά τόν λόγο αὐτό (τῆς διαφορετικῆς δικαστικῆς – νομοθετικῆς ἀντιμετωπίσεως) υἱοθετοῦμε τήν ἄποψη, ὅτι τό κίνημα τοῦ 1935 στήν οὐσία ὀργανώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, μέ τήν συνδρομή καί τοῦ Κορινθίας Δαμασκηνοῦ, ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἐξουδετέρωση τοῦ ἀντιπάλου τους Δημητριάδος Γερμανοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν χειραγώγηση τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.

9. Οἱ ἐκκλησιολογικές ἀπόψεις τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ
Ἡ μελέτη τῶν ἐκλησιολογικοῦ ἐνδιαφέροντος ἐγγράφων τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ ἀποδεικνύει διάσταση ἀπόψεων στό θέμα τῆς Ὁμολογίας μέ τούς Ἁγιορείτες Πατέρες καί τόν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο.
Τόν Μάϊο τοῦ 1935 ὁ Δημητριάδος Γερμανός κυκλοφόρησε δύο Διαγγέλματα τά ὁποῖα ἀπηύθυνε πρός «τούς εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς, τούς ἐντιμωτάτους Ἐπιτρόπους τῶν Ἐκκλησιῶν καί τούς λοιπούς εὐλογημένους Χριστιανούς» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Ἐκεῖ χαρακτηριστικῶς ἀναφέρει: «Ἐμμένοντες πιστοί εἰς τάς παραδόσεις τῶν Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν ὁποίων τάς διατάξεις σέβεται καί διακρατεῖ ἀπαρασαλεύτως ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, θά συνεργαζόμεθα μετά τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας, Ὄρους Σινᾶ, Ἁγίου Ὄρους, Ρωσίας, Πολωνίας, Σερβίας καί λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἵτινες κρατοῦσι τό πάτριον παλαιόν ἑορτολόγιον…».
Σημειώνεται, ὅτι καί τά δύο κείμενα κυκλοφόρησαν χωρίς ὑπογραφή καί σφραγίδα, ἀλλά καί χωρίς ἡμερομηνία (ὑπῆρχε μόνον Μάϊος 1935 καί χώρος γιά νά τεθεῖ ἡ ἡμερομηνία).
Τίς ἀπόψεις του αὐτές περί συνεργασίας μετά τῶν Ἐκκλησιῶν πού δέν εἶχαν δεχθεῖ τήν ἡμερολογιακή ἀλλαγή (σημ. ἡμ. ἀσχέτως τῆς κοινωνίας των μετά τῶν Ἐκκλησιῶν πού εἶχαν δεχθεῖ τήν ἀλλαγή), ὁ Δημητριάδος Γερμανός ἐπέβαλε καί στούς λοιπούς δύο Ἀρχιερεῖς τῆς Α’ Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, δηλαδή στόν πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο καί στόν Ζακύνθου Χρυσόστομο, ὅπως προκύπτει ἀπό τό λεγόμενο Β’ Διάγγελμά τους. Ἐκεῖ τονίζεται ἐμφαντικά, ὅτι «οἱ διοικοῦντες νῦν τήν Ἑλληνικήν Ἐκκλησίαν, διά τῆς ἀντικανονικῆς καί μονομεροῦς καί ἀψυχολογήτου εἰσαγωγῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου, ἀπέσχισαν ἑαυτούς τοῦ καθόλου κορμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐκήρυξαν ἑαυτούς κατ’ οὐσίαν σχισματικούς ἀπέναντι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῶν ἰσταμένων ἐπί τοῦ ἐδάφους τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ὀρθοδόξων θεσμῶν καί παραδόσεων καί ἐπί τῶν Ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας, Σερβίας, Πολωνίας, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοῦ Θεοβαδίστου Ὄρους Σινᾶ, κ.λ.π.».
Στό ἴδιο Διάγγελμα διατυπώνεται καί ἡ θέση, ὅτι «τό σχίσμα ἐδημιουργήθη καί ἄνευ ἡμῶν εἰς τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ὑπό τῶν Χριστιανῶν, διαιρεθέντων ἐξ αἰτίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου»!

10. Ἡ μετέπειτα πορεία τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ (1935 – + 1944)
Μετά τήν οὐσιαστική ἀποτυχία τοῦ Κινήματος (διότι δέν ἐπετεύχθη ἡ ἀνατροπή τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου), ὁ Γερμανός Μαυρομάτης δρομολόγισε ἀμέσως (ἤδη μέσα στό 1935), τήν ἐπιστροφή του στήν Μητρόπολη Δημητριάδος, κατά τό προηγούμενο τοῦ Ζακύνθου Χρυσοστόμου. Πρός τοῦτο πίεσε τόν φίλο του Μητροπ. Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ, στόν ὁποῖο ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος πρόσφερε τήν Μητρόπολη Δημητριάδος, νά μήν δεχθεῖ τήν μετάθεση, ὅπως καί ἔγινε. Στή συνέχεια ὅμως ἡ ἕδρα προσφέρθηκε στόν Μητροπ. Φωκίδος Ἰωακείμ (Ἀλεξόπουλο, 1873 – 1959), ὁ ὁποῖος καί ἀποδέχθηκε τήν μετάθεση.
Ὁ Ἰωακείμ ἔφθασε στό Βόλο τήν 6η Ὀκτωβρίου 1935, ἀλλά ἀναγκάστηκε νά ἐγκατασταθεῖ σέ ξενοδοχεῖο, διότι ὁ Γερμανός εἶχε «γραμμένα στό ὄνομά του καί ὄχι τῆς Μητροπόλεως, τόν Ἐπισκοπικό Οἶκο στό πάρκο τοῦ ἁγ. Κωνσταντίνου, τό Ναΰδριο τοῦ ἁγ. Ἀποστόλου τοῦ Νέου καί τό οἴκημα τῶν Γραφείων τῆς Μητροπόλεως» (Δημ. Τσιλιβίδη, «Μητροπ. Δημητριάδος Ἰωακείμ, (1873 – 1959)», Περιοδικό ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ, φ. Μαρτίου - Ἀπριλίου 2010, σελ. 4 - 5).
Βλέποντας τήν ἐξέλιξη αὐτή ὁ Γερμανός, τήν 2.12.1935, μέ ὑπόμνημά του πρός τό Ὑπουργεῖο Θρησκευμάτων (2.12.1935), ζήτησε τήν ἐπανοδό του στή Μητρόπολη Δημητριάδος. Κατά τούς Φλωρινικούς Παλαιοημερολογίτες «αὐτό παρεξηγήθηκε ἀπό κάποιους» (ἐνν. τούς Ἐπισκόπους Κυκλάδων Γερμανό καί Βρεσθένης Ματθαῖο, τήν Κοινότητα τῶν Γ.Ο.Χ., τούς Ζηλωτές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κ.ἄ.), ὁπότε τήν 12.1.1936 ὁ Γερμανός μέ ἐπεξηγηματική ἐπιστολή του διευκρινίζει, ὅτι «δέν αἰτεῖται μετάνοια, ἀλλά δικαιοσύνη».
Ἡ διευκρινιστική αὐτή ἐπεξήγηση στερεῖται λογικῆς βάσεως, διότι ἐπιστροφή τοῦ Γερμανοῦ στή Μητρόπολη Δημητριάδος ἀσφαλῶς δέν μποροῦσε νά ἐννοηθεῖ, χωρίς προηγουμένη ἀποκήρυξη τῶν Παλαιοημερολογιτῶν (ὅπως συνέβη μέ τόν Ζακύνθου Χρυσόστομο). Ἀντίθετα, ἡ μελέτη τοῦ θέματος πείθει, ὅτι ὁ Γερμανός Μαυρομάτης ζήτησε πράγματι τήν συγγνώμη τῆς Νεοημ. Ἐκκλησίας, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι παγιδεύθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο καί τόν Κορινθίας Δαμασκηνό, μέ σκοπό τήν ὁριστική ἐξουδετέρωσή του. Πρός τήν θέση αὐτή συνηγορεῖ ὁ σκοτεινός ρόλος τοῦ Χρυσοστόμου Δημητρίου.
Ἡ μελέτη τῆς πορείας τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ἀποδεικνύει, ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἐξαιρετικῆς ἐφυΐας, ἀλλά καί ὄχι καί ἠθικῶν ἀρχῶν. Ἦταν ἱκανός γιά ὁποιαδήποτε μεθόδευση, προκειμένου νά προωθήση τήν ἐπίτευξη τῶν προσωπικῶν του στόχων καί ἐπιδιώξεων.
Κατόπιν τούτων εἶναι ἀφέλεια νά ἰσχυρισθεῖ κανείς, ὅτι ἡ συμμετοχή τοῦ Χρυσοστόμου Δημητρίου (τότε Ἀρχιμανδρίτου, Α’ Γραμματέως τῆς Συνόδου), στήν συνωμοτική κίνηση τοῦ 1925 (τῶν Μητροπ. Καρυστίας Παντελεήμονος καί Δημητριάδος Γερμανοῦ), γιά τήν ἀνατροπή τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (συνωμοσία τήν ὁποία καταγράφει στό ἡμερολόγιό του ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ὡς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας), διέλαθε τῆς προσοχῆς τοῦ δυναμικοῦ καί πολυπράγμονος Ἀρχιεπισκόπου. Καί ὅμως ὁ Χρυσόστομος Δημητρίου δέν τιμωρήθηκε. Ὁ ἀρχιεπ. Χρυσόστομος δέν τόν ἀπέπεμψε κἄν ἀπό τήν θέση τοῦ Α’ Γραμματέως τῆς Συνόδου, ἀλλά συνέχισε νά ἀσκεῖ τά καθήκοντά του. Ἦταν, λοιπόν, ὁ Χρυσόστομος Δημητρίου προστα-τευόμενος τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ ἤ ἄνθρωπος τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου στό περιβάλλον τοῦ Δημητριάδος; Αὐτό εἶναι ἕνα ἐρώτημα τό ὁποῖο ἴσως δέν ἀπαντηθεῖ ποτέ.
Ὁ Γερμανός Μαυρομάτης μετά τήν ἀποτυχία τῆς κινήσεως (ἐγγράφου του) πρός τήν Πολιτεία, ἄρχισε ἐπαφές μέ μέλη τῆς νεοημ. Ἱεραρχίας, μέ σκοπό τήν ἐπιστροφή του στό σῶμα της καί τήν ἀποκατάστασή του ὄχι στή Μητρόπολη Δημητριάδος (στήν ὁποία εἶχε ἤδη κατασταθεῖ ὁ ἀπό Φωκίδος Ἰωακείμ Ἀλεξόπουλος), ἀλλά στήν Ἀρχιερωσύνη! Στήν ΙΖ’ Ἱεραρχία (1.10.1937), ὁ Μητροπ. Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, στήν παρέμβασή του κατά τήν συζήτηση τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Ζητήματος, εἶπε μεταξύ ἄλλων καί τά ἐξῆς ἀποκαλυπτικά:
«Ἐγώ ἐπλησίασα καί ἐμελέτησα τούς παρ’ ἡμῖν Παλαιοημερολογίτας… (Ὑπάρχουν) οἱ ποτέ Δημητριάδος Γερμανός καί Φλωρίνης Χρυσόστομος. Βεβαίως, ὅ,τι ἔπραξαν ἦτο σφάλμα μέγα. Ἐκινήθησαν ἀπό ἰδιοτελεῖς σκοπούς; Ὁ Κύριος οἶδεν. Ἀλλ’ ἔστω, ὅτι ἐνεφιλοχώρησε καί στοιχεῖον ἰδιοτελείας. Τό βέβαιον εἶναι ὅτι ἐγώ, Συνοδικός ὤν μετά τοῦ Ἁγίου Μαρωνείας κατά τήν λήξασαν Συνοδικήν περίοδον, ἐπεκοινωνήσαμεν πρός αὐτούς κατόπιν συναινέσεως τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου καί δίς ἀντηλλάξαμεν πολλάς σκέψεις, εὐχαρίστως δέ διείδομεν τάσεις μεταμελείας παρ’ αὐτοῖς. Ἀλλ’ ἡμεῖς δυστυχῶς δέν ἔχομεν ὑπομονήν. Θά κατελήγομεν εἰς εὐχάριστα ἀποτελέσματα, ἀλλά δέν μᾶς ἀφῆκαν οἱ λοιποί Ἅγιοι Ἀδελφοί. Ὁ ποτέ Δημητριάδος ἐλάχιστα πράγματα ἐζήτει, «ἄς μοί ἀποδοθῆ - ἔλεγεν - ἡ Ἀρχιερωσύνη καί ἄς μέ ἀφήνουν νά λειτουργῶ κατά τάς μεγάλας τῆς Χριστιανωσύνης ἑορτάς» (ἀρχιμ. Θ. Στράγκα αὐτ. τ. Γ’, σελ. 2141).
Τήν πίστωση χρόνου πού ζητοῦσε ἀπό τήν Σύνοδό του ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος δέν τοῦ τήν πρόσφεραν οἱ λοιποί Συνοδικοί καί ἔτσι δέν «μετεμελήθησαν» οἱ Γερμανός Μαυρομάτης καί Χρυσό-στομος Καβουρίδης, ὅπως ὁ τρίτος τοῦ Κινήματος Χρυσόστομος Δημητρίου.

11. Τό τέλος τοῦ Γερμανοῦ Μαυρομάτη (1944).
Τό γεγονός, ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ Κασσανδρείας Εἰρηναίου δέν ἀπέδωσε, ἐπειδή προσέκρουσε στήν ἀδιαλλαξία τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ἀπογοήτευσε πλήρως τόν Γερμανό Μαυρομάτη ὁ ὁποῖος τό 1939 παραιτήθηκε ὑπέρ τοῦ πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου ἀπό τήν ἡγεσία τῆς ὁμάδος του καί περιορίστηκε στήν μελέτη καί τήν συγγραφή (τό 1940 δημοσίευσε «Ἐκ τῶν καταλοίπων τοῦ Ν. Δαμαλᾶ, Ἑρμηνείαν εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον» καί τό 1941, μέ τό ὄνομα Στέφανος Παπαδημητρίου, τό βιβλίο «Ἔργα καί Ἡμέραι τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ»).
Κατά τούς Φλωρινικούς, ὅπως ἀναφέρθηκε στήν εἰσαγωγή, «παρέμεινε πιστός μέχρι τέλους. Ἱερουργοῦσε στούς Ἱ. Ναούς ἁγ. Βασιλείου Ν. Ψυχικοῦ καί Ἁγίων Ταξιαρχῶν Ν. Ἰωνίας, ὅπου ἐφημέρευε ὁ ὑποτακτικός του (προερχόμενος ἐκ τῆς Ἱ. Μ. Ξενιᾶς), ἀρχιμ. Κυπριανός Θεοδοσίου, ὁ ὁποῖος καί τόν κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων πρό τοῦ θανάτου του (7/20.3.1944). Δυστυχῶς οἱ οἰκείοι του, ὄντες Νεοημερολογίτες, ἐκήδευσαν τό σῶμα του μέ τό νέο, τό πνεῦμα του ὅμως παρέμεινε πιστό στούς ἀγώνες τῶν Ὀρθοδόξων γιά τίς παραδόσεις τῆς Πίστεώς μας».
Ἡ μελέτη ὅμως τοῦ τότε Κώδικος τῆς νεοημ. Δ.Ι.Συνόδου εἰσάγει μία ἄλλη παράμετρο στό θέμα. Κατά τήν εἰσήγησή του πρός τήν Σύνοδο ὁ Πρόεδρός της Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός Παπανδρέου (ὁ ἀπό Κορινθίας, παλαιός ἀντίπαλος τοῦ Γερμανοῦ), τήν 20. 3. 1944, εἶπε τά ἀκόλουθα:
«Σήμερον ἐνδιαφέρει ἡ τελευταῖον ἀπό ἔτους καί πλέον ἐπιδειχ-θεῖσα διαγωγή τοῦ Μοναχοῦ Γερμανοῦ Μαυρομμάτη. Εἶναι εἰς πάντας γνωστόν μετά πόσης ἐπιμονῆς ἐπεζήτησεν οὗτος νά ἀποκατασταθῆ εἰς τό Ἀρχιερατικόν ἀξίωμα ὑπό τῆς Ἐκκλησίας. Πρός τοῦτο μάλιστα καί νόμοι εἰδικοί ἐξεδόθησαν, ὅπως ἡ Ἐκκλησία καί δικονομικῶς διευκολυνθεῖ εἰς τήν ἀναθεώρησιν τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς, ὑπό τήν προϋπόθεσιν πάντως τῆς μετανοίας τοῦ καθαιρεθέντος.
Καί πράγματι ὑπέβαλεν οὗτος δύο αἰτήσεις πρός τήν Ἱ. Σύνοδον, τήν μέν ἀπό 16 Ἰουλίου 1943, τήν δέ ἀπό 1ης Αὐγούστου ἰδίου ἔτους, «ἐξαιτούμενος τήν χάριν τῆς Ἐκκλησίας». Ἐχρησιμοποίησεν τήν ἔκφρασιν ταύτην μόνον ἐν ταῖς αἰτήσεσιν αὐτοῦ, διότι ταύτην ἀπῆτει ὁ εἰδικός Νόμος, ρητῶς ὅμως ἐβεβαίου ὅτι θά προέβαινεν εἰς τήν ἀναγκαίαν ἀνάπτυξιν αὐτῆς ἐνώπιον τοῦ Δικαστηρίου καί θά ὑπέγραφε τάς ἐνδεδειγμένας ὁμολογίας, τάς ἀναλόγους εἰς τάς παρομοίας περιστάσεις, εἰς βεβαίωσιν τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας του.
Βασίμως δέ ἐλπίζων εἰς τήν χάριν τῆς Ἐκκλησίας, συνέταξεν ἰδίᾳ χειρί καί Ἐγκύκλιον πρός τούς Παλαιοημερολογίτας, καταχωριθεῖσαν εν τῶ Βιβλίῳ τῶν Ἐγκυκλίων καί ἐγγράφων του, παραδοθέντι ἡμῖν, ἧτις πράγματι εἶναι ἀξιόλογος ἀπό πολλῶν ἀπόψεων…
(Ὅμως), «συνῆλθε τό Δικαστήριον κατ’ ἐπανάληψιν, ἀλλά δυστυχῶς, διότι τά μέλη αὐτοῦ ἦσαν πολλά, ἱκανός ἀριθμός τῶν Ἀρχιερέων ἐκωλύετο κατά τόν νόμον, διότι μετέσχον δικαστηρίων προηγουμένων ἐπί τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως, τά δέ μέσα συγκοινωνίας δύσκολα, δέν κατέστη δυνατή ἡ ἀναγκαῖα ἀπαρτία διά τήν νόμιμον συγκρότησιν τοῦ δικαστηρίου
» (ΚώΔΙΣ 1941 – 1945, σελ. 499).
Τελικά ἡ νεοημ. Σύνοδος ἀποφάσισε, «ὅπως ἡ Ἐκκλησία παράσχη τήν συγχώρησιν Αὐτῆς τῶ Γερμανῶ Μαυρομάτῃ, κηδευθῆ δ’ οὗτος κατά τό τυπικόν Αὐτῆς καί μνημονευθῆ ὡς Ἀρχιερεύς» (ΚώΔΙΣ 1941 – 1945, σελ. 500).

12. Συμπέρασματα
Πέρα ἀπό κάθε συναισθηματική φόρτιση, ἡ μελέτη τῶν κειμένων (τῶν Πρακτικῶν καί τοῦ Κώδικα τῆς ὑπό τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο Συνόδου ἀπό τό 1923 μέχρι τό 1944), καθώς καί τῆς πορείας τοῦ ἰδίου τοῦ Γερμανοῦ Μαυρομάτη πρίν καί μετά τό 1935, ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ προσχώρησίς του στήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τό 1935 εἶχε σάν βασικό αἴτιο τήν προσωπική του ἀντιπαλότητα πρός τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Γιά τόν λόγο αὐτό δέν ἐνστερνίσθηκε ποτέ τήν Ὁμολογία - Ἐκκλησιολογία τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τελικά ἀπεβίωσε «ἐν μετανοίᾳ» πρός τήν μητέρα του Νεοημ. Ἐκκλησία, ὡς ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερεύς της.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως, ἡ προσχώρησίς του στήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τό 1935, εἶναι ἕνα ἱστορικό γεγονός μεγάλης σημασίας τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἁγνοηθεῖ, διότι μέσῳ τῆς προσχωρήσεως αὐτῆς προσέφερε στήν διωκομένη Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία δύο ὑπηρεσίες κεφαλαιώδους σημασίας: Τήν Συνοδική καταδίκη τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Σχίσματος καί τήν χειροτονία τῶν πρώτων Ἐπισκόπων Της μετά τό Σχίσμα τοῦ 1924.
Αὐστηρά, λοιπόν, κρινόμενος ὁ Δημητριάδος Γερμανός εὑρίσκεται γνωσίως Ὀρθόδοξος «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» (Μάϊος 1935) καί ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ πρῶτος Προκαθήμενος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μετά τό 1924. Κατά τά λοιπά καί χρονικῶς μεταγενέστερα εἶναι ἕνας «πεπτωκός», γιά τόν ὁποῖο ἐπικαλούμεθα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν προσχώρηση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τό 1935, αὐτή - κατά τήν γνώμη τοῦ γράφοντος - ὠργανώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, μέ τήν οὐσιαστική συνδρομή τοῦ Κορινθίας Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου, μέ σκοπό τήν ἐξουδετέρωση τοῦ ἀντιπάλου του Γερμανοῦ Μαυρομάτη (γι’ αὐτό καί ἔτυχε δικαστικῆς ἀντιμετωπίσεως τελείως διαφορετικῆς ἀπό ἐκείνη τοῦ Ζακύνθου Χρυσοστόμου) καί ἐνδεχομένως τήν χειραγώγηση καί σταδιακή ἀπορρόφηση τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.