Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Μητροπολίτης Λαρίσης καί Τυρνάβου ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ (+ 2004)

Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου

Κατά κόσμον Παναγιώτης Βαγιάνας, γεννήθηκε τό 1919 στήν Ἁγιάσο Λέσβου. Μετά τίς ἐγκύκλιες σπουδές φοίτησε στό τότε Σχολαρχεῖο, διορίσθηκε Γραμματέας τῆς Κοινότητος Ἁγίασου καί νυμφεύθηκε τήν εὐλαβεστάτη Ρωσίτσα, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά. Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς Ἱερωσύνης - ἄν καί ἤδη εἶχε οἰκογένεια - ἦρθε στήν Ἀθήνα καί φοίτησε στή Ριζάριο Ἐκκλησιαστική Σχολή. Εἶχε τήν ἀγαθή τύχη νά ἔχει καθηγητές μεγάλα ὀνόματα τῆς Ἑλληνικῆς Θεολογικῆς ἐπιστήμης, ὅπως τόν Χρ. Ἀνδρούτσο.
Τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία γνώρισε τό 1957, ὅταν ἕνας συνάδελφός του τοῦ ἔδωσε ἕνα τεῦχος τοῦ «Κήρυκος Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξων». Ἡ μελέτη τοῦ περιοδικοῦ τόν συγκλόνισε. Εἶπε χαρακτηριστικά, «ἄν πιστεύουν ὅσα γράφουν, εἶναι αὐτό πού ψάχνει ἡ ψυχή μου»! Ἀμέσως ἔσπευσε στά τότε Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (ἐπί τῆς ὁδοῦ Βεραντζέρου 22), ὅπου συνάντησε δύο Κληρικούς: Τόν Ἐπίσκοπο Πειραιῶς Ἄνθιμο Χαρίση (καθαιρέθηκε τό 1958, ὡς ἀρνητής τῆς Ἀρχιερωσύνης του) καί τόν μακαριστικό Ἱερομ. Ἰγνάτιο Μπέτση (+ 1971).
Ὅταν ἐξομολογήθηκε τόν πόθο του γιά τήν Ἱερωσύνη, οἱ ἀντιδράσεις τῶν δύο Κληρικῶν ὑπῆρξαν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες. Ὁ ἐπ. Ἄνθιμος τοῦ προκάλεσε ἀλγεινή ἐντύπωση, διότι «κλαιγότανε» ἐπειδή «οἱ Παλ/τες κληρικοί δέν ἔχουν μισθούς καί ἔτσι ὄχι μόνο νά ζήσουν δέν μποροῦν, ἀλλά κάποιες φορές οὔτε καί τό εἰσητήριο τοῦ τράμ»! Ὁ Ἱερομ. Ἰγνάτιος ἀντίθετα (ἕνας ἅγιος κληρικός μέ μαρτυρημένα μετά θάνατον σημεῖα ἁγιότητος), τόν ἐνθάρρυνε καί οὐσιαστικά τόν χειραγώγησε στήν Ἱερωσύνη. Τόν ὁδήγησε στήν Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας, ὅπου συναντήθηκε καί συνδέθηκε μέ τόν τότε Ἐπίσκοπο Πατρῶν Ἀνδρέα (ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν), ἀπό τόν ὁποῖο καί χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος τό ἑπόμενο ἔτος 1958, μέ τό ὄνομα Πανάρετος.
Ὡς Ἱερεύς ὑπηρέτησε στήν ἀκριτική ἐνορία ἁγ. Χαραλάμπους Κοζάνης, τήν ὁποία ἀνέδειξε πρότυπο ἐνορίας, παρά τίς διώξεις πού ὑπέστη ἀπό τόν νεοημ. Μητροπ. Κοζάνης Διονύσιο Ψαριανό. Ὁ ἱεραποστολικός του ζῆλος ἔφερε στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πολλές καλοπροαίρετες ψυχές. Ἵδρυσε τίς ἐνορίες ἁγ. Αἰκατερίνης Ἄνω Κώμης Κοζάνης καί ἁγ. Παρασκευῆς Πτολεμαΐδος. Τό 1973, μετά τήν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Σερβίων καί Κοζάνης Τίτου, ἀνέλαβε τήν ἱεραποστολή στήν μακρυνή Αὐστραλία, ὅπου ἐφημέρευσε στόν Ἱ.Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Σύδνεϋ. Τό 1976 ἐπανακλήθηκε στήν Ἑλλάδα καί διορίσθηκε ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. ἁγ. Σοφίας Τρικάλων, θέση τήν ὁποία κράτησε μέχρι τό 1995, ἔτος ἐκλογῆς του σέ Ἐπίσκοπο. Κατά τήν περίοδο αὐτή ἐνήγειρε στήν κοινότητα Πηγῆς Τρικάλων Ἱερό Ναό πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Παναρέτου καί ἱκανές ἐγκαταστάσεις γιά τήν λειτουργία φιλανθρωπικοῦ ἱδρύματος.
Σάν χαρακτήρας ἦταν εἰρηνικός, εὐγενής καί ὀργανωτικός. Σάν κληρικός ἦταν καλός ὁμιλητής, διακριτικός πνευματικός καί ἐξαιρετικά μορφωμένος (μποροῦσε νά ἀπαγγείλει ἀπό στήθους τά Ὀμηρικά Ἔπη καί κείμενα ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας).
Τό 1995, κατά τήν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (μετά τό σχίσμα τῶν 5 πρ. Μητροπολιτῶν), ἐξελέγη Μητροπ. Λαρίσης καί Τυρνάβου. Χειροτονήθηκε στόν Καθεδρικό Ἱ. Ν. Ἁγίας Τριάδος Κ. Ἡλιουπόλεως Ἀθηνῶν ἀπό τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα, συγχοροστατούντων τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Πειραιῶς Νικολάου, Ἀργολίδος Παχωμίου, Περιστερίου Γαλακτίωνος, Μεσογαίας Κηρύκου καί Βεροίας Ταρασίου.
Ὡς Ἐπίσκοπος, παρά τό γῆρας καί τίς ἀσθένειες πού τόν ταλαιπωροῦσαν, ποίμανε τό ποίμνιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης, εὐλόγησε τήν ἀνέγερση τοῦ Ἱ. Ν. Γενν. Τιμίου Προδρόμου Λαρίσης, ἐγκαινίασε τρεῖς ναούς (ἁγ. Εὐφημίας Κόκκινου Νεροῦ, ἁγ. Κωνσταντίνου - Ἑλένης Φαρσάλων καί Ἁγίων Ἀποστόλων Ραψάνης) καί χειροτόνησε δύο κληρικούς. Ἀπό τό 2001 ἐγκαταστάθηκε στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἁγίων Ἀποστόλων Ραψάνης (τό ὁποῖο ἀναγνώρισε ὡς Μονή), ὅπου δέχθηκε τίς υἱϊκές περιποιήσεις τῆς ὑπό τόν Ἱερομ. π. Ἀμφιλόχιο Ταμπουρᾶ ἀνδρικῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.
Τό 2003 ἀντέδρασε μέ σθένος στήν ἱερόσυλο παραίτηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, δέν ἀναγνώρισε τόν μοιχεπιβάτη «Ἀρχιεπίσκοπο» Νικόλαο (τόν ἀπό Πειραιῶς) καί μέ σειρά ἐγγράφων του μεγάλης ἱστορικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς σημασίας, ἀλλά καί ἀγωνιστικῶν ἐκδηλώσεων, συνέτριψε (τότε) τά κατά τῆς Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας καί Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σχέδια τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν Κυριακή 22α Νοεμβρίου 2004. Ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία του τελέστηκε τήν ἑπομένη στόν Ἱ. Ν. Γενν. Τιμίου Προδρόμου Λαρίσης, χοροστατούντων τῶν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κηρύκου καί Βεροίας κ. Ταρασίου. Ἐνταφιάστηκε στό κοιμητήριο τῆς Ἱ. Μονῆς ἁγ. Ἀποστόλων Ραψάνης.

Τοῦ ἀοιδήμου Ἀρχιερέως ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου