Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Ο ΡΟΥΜΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΙΚΤΩΡ ΛΕΟΥ (1903 - 1980)
Ἀντ. Μάρκου
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ μία πρώτη προσέγγιση τοῦ θέματος τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος Λέου, μία συμβολή στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τοῦ 20ου αἰ. Ἀναρτᾶται μέ τήν παράκληση ὅσοι διαθέτουν περισσότερες πληροφορίες νά τίς διαθέσουν στόν γράφοντα, ὥστε σέ νεώτερη ἀνάρτηση νά καλυφθεῖ κατά τό δυνατόν πλήρως τό θέμα.

Ὅπως εἶναι γνωστό, τό ἔτος 2008 ἐπετεύχθη χάριτι Θεοῦ ἡ ἕνωσις καί ἐκκλησιαστική κοινωνία τῶν τοπικῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἑλλάδος, Κύπρου, Ρωσίας καί Κένυας, μετά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας. Τό γεγονός αὐτό, ἀπό τά πλέον σημαντικά τῆς Ἱστορίας τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπετέλεσε τήν ἀπαρχή ἐξίσου σημαντικῶν ἐξελίξεων. «Μετά τήν ἕνωσιν μετά τῶν Ρουμάνων Ἐπισκόπων καί τήν χειροτονίαν νέων - ἔγραψε σχετικῶς ἡ «Ὀρθόδοξος Πνοή» - ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀνεστημένος Κύριος, «ἀνέστησεν» καί πάλιν ὄχι Τοπικήν, ἀλλά Πανορθόδοξον Ἱεράν Σύνοδον εἰς τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν Του» (φ. 181/Μαΐου - Ἰουνίου 2008, σελ. 195).
Τό γεγονός αὐτό τῆς κατά Θεόν καί μέ βάση τήν κοινή γνησία Ὀρθόδοξο Ὁμολογία - Ἐκκλησιολογία ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - Νεοημερολογιτισμοῦ ἑνώσεως τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, προκάλεσε - ὅπως ἦταν ἄλλωστε ἀναμενόμενο – τό «ἐνδιαφέρον» σχισματικῶν Παλαιοημερολογιτῶν στήν Ἑλλάδα καί τήν Ρουμανία, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νά διαβάλουν τήν Ἀποστολική Διαδοχή τοῦ Ρουμάνου Ἐπισκόπου Βίκτωρος Λέου (+ 1980), ἀπό τόν ὁποῖο ἔλκουν τήν διαδοχή οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Κληρικοί τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας. Συγκεκριμένα ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ κατηγορήθηκε, ὅτι χειροτονήθηκε ἀπό ἐκκλησιαστικῶς ἀνυπάρκτους Ἀρχιερεῖς, ὁπότε στερεῖται Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἀκόμη καί μέ τήν εὑρεῖα ἔννοιά της.
Στίς κατηγορίες αὐτές δόθηκε ἀπό τόν γράφοντα μία πρώτη ἀπάντησις μέσῳ τῆς "Ὀρθοδόξου Πνοῆς". Μέ τό παρόν ἐκτεταμένο καί πλέον ἐμπεριστατομένο κείμενό μας, ἐπανερχόμεθα στό θέμα, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κηρύκου. Ἀπό τήν μελέτη τῶν μέχρι στιγμῆς γνωστῶν στοιχείων – πηγῶν (ἀπό τά ὁποῖα τά περισσότερα εἶναι ἤδη ἀπό ἐτῶν ἀνηρτημένα στό Διαδύκτιο, ἄρα ἡ σχετική ἐνημέρωσις τῶν ἐνδιαφερομένων εἶναι εὐχερεστάτη), προκύπτουν τά ἀκόλουθα:


Α. Ὁ π. Βασίλειος (Βίκτωρ) Λέου μέχρι τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο (1903 - 1949).
Ὁ κατά κόσμον Βασίλειος Λέου γεννήθηκε τό ἔτος 1903, στό χωριό Ὀράντσεα τῆς ἐπαρχίας Γαλατσίου τῆς Ρουμανίας. Ἦταν γιός τοῦ Ἱερέως Γεωργίου Λέου (1881 – 1949), ὁ ὁποῖος ἀργότερα χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Χούς μέ τό ὄνομα Γρηγόριος (ἡ χειροτονία του ἔγινε πρίν τό Ἡμερολογιακό Σχίσμα τοῦ 1924). Τότε ὁ Βασίλειος, ἤδη νυμφευμένος, χειροτονήθηκε Ἱερεύς ἀπό τόν πατέρα του τό 1924, «παρ’ ἡλικίαν», στήν ἡλικία τῶν 21 ἐτῶν! Ὑπηρέτησε στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Ρομάν καί στόν ἱστορικό Καθεδρικό Ναό τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν Ἰασίου, καθώς καί ὡς Πνευματικός στό Νοσοκομεῖο Κολεντῖνα τοῦ Βουκουρεστίου.
Ὡς Ἱερεύς σπούδασε Θεολογία στό Πανεπιστήμιο τοῦ Κίσενεφ τῆς Βεσσαραβίας (πρώην Σοβιετική καί σημερινή Δημοκρατία τῆς Μολδαβίας). Τότε γνώρισε γιά πρώτη φορά τούς Ἐπισκόπους Σεραφείμ Λάντε καί Στέφανο Σέβμπο, ἀπό τούς ὁποίους ἀργότερα, τό 1949, ἔλαβε τήν Ἀρχιερωσύνη.
Κατά τήν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ὁ Ἱερεύς Βασίλειος συμμετεῖχε ἐνεργά στή Ρουμανική Ἀντίσταση κατά τῶν Γερμανῶν καί γιά τόν λόγο αὐτό μετά τόν πόλεμο τιμήθηκε μέ διακεκριμένα παράσημα τοῦ Ρουμανικοῦ Κράτους (τόν Πολεμικό Σταυρό τοῦ Μιχαήλ τοῦ Γενναίου, τόν Ἐθνικό Σταυρό τῆς Ρουμανίας, καθώς καί τόν Σιδηρό Σταυρό). Κατά τήν διάρκεια ἐπίσης τοῦ Πολέμου ἔχασε τήν σύζυγό του, ἡ ὁποία σκοτώθηκε σέ ἕναν βομβαρδισμό.
Τό 1947, γιά μικρό διάστημα, ὑπηρέτησε ὡς Σύμβουλος τοῦ Κυβερνητικοῦ Τμήματος Θρησκευτικῶν Ὑποθέσεων.
Τό 1948, μέ τήν ἐπικράτηση τῶν Κομμουνιστῶν, ἡ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας στή Ρουμανία ἐπιδεινώθηκε. Ὅταν οἱ Σοβιετικοί πίεσαν τούς Ρουμάνους Κομμουνιστές Ἡγέτες, νά ὑπαγάγουν τίς Ρουμανικές Κοινότητες τῆς Διασπορᾶς στό ἐλεγχόμενο ἀπ’ αὐτούς Πατριαρχεῖο Μόσχας, οἱ Ἐπίσκοποι Χούς Γρηγόριος (Λέου, + 1949) καί Τόμεως Καισάριος (Παουνέσκου, + 1975), ἐπικεφαλεῖς τῶν ἀντικομμουνιστῶν κληρικῶν τῆς Ρουμανίας, ἀποφάσισαν νά στείλουν στή Δύση ἐκπροσώπους τους, γιά νά προειδοποιήσουν τούς Ρουμάνους τῆς Διασπορᾶς. Τότε ἐπελέγησαν οἱ Ἱερεῖς π. Βασίλειος Λέου καί π. Φλωριανός Γκαλντάου, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στό Σάλτσμπουργκ τῆς Αὐστρίας, μετά ἀπό πολλές περιπέτειες, μέσῳ τῆς κομμουνιστικῆς Γιουγκοσλαβίας τοῦ Στρατάρχη Τίτο (ὅπου μάλιστα καί κρατήθηκαν σέ στρατόπεδο). Ἐκεῖ δέχθηκαν τήν βοήθεια τῶν Συμμάχων, οἱ ὁποῖοι γιά λόγους πολιτικούς ἐνίσχυαν τίς ἀντικομμουνιστικές κινήσεις στήν κάτω ἀπό τόν ἔλεγχό τους Δυτική καί Κεντρική Εὐρώπη.
Κατά τήν περίοδο πρίν τήν ἐπικράτηση τῶν Κομμουνιστῶν στή Ρουμανία, Ἐπίσκοπος τῆς «Ρουμανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐπισκοπῆς Δυτικῆς Εὐρώπης» ἦταν ὁ Ρουμανικῆς καταγωγῆς νεοημ. Μητροπολίτης Βησσαρίων (Πούϊου, 1879 - 1964). Μετά τήν ἐπικράτηση τῶν Κομμουνιστῶν στή Ρουμανία (1948), ὁ Μητροπ. Βησσαρίων ζήτησε νά ἐνταχθεῖ στήν ὑπό τόν Μητροπ. Ἀναστάσιο Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, στήν ὁποία καί ἔγινε δεκτός ἄν καί ἦταν Νεοημερολογίτης (ἀπό τίς ἐνορίες του, κάποιες ἀκολουθοῦσαν τό Νέο καί κάποιες τό Παλαιό Ἡμερολόγιο), ἀναγνωρίσθηκε μάλιστα καί Ἔξαρχος Εὐρώπης.
Γιά τήν Ἱστορία ἀναφέρουμε, ὅτι τό 1954 ὁ Μητροπ. Βησσαρίων χειροτόνησε βοηθό του Ἐπίσκοπο τόν Νεοημ. Θεόφιλο Ἰονέσκου. Μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπ. Βησσαρίωνος (1964), ὁ Ἐπίσκοπος Θεόφιλος ἀνέλαβε τήν διαποίμανση τῶν Ρουμανικῶν Κοινοτήτων τῆς Διασπορᾶς στήν Εὐρώπη (πού ἀκολουθοῦσαν ἄλλες τό Παλαιό καί ἄλλες τό Νέο Ἡμερολόγιο). Ὁ Ἐπίσκοπος Θεόφιλος ἦταν μέλος τῆς ὑπό τόν Μητροπ. Φιλάρετο Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς μέχρι τό 1971, ὁπότε μή δεχόμενος τήν ἕνωσή της μέ τήν ὑπό τόν τότε Μητροπ. Πατρῶν καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἀνδρέα Ἱερά Σύνοδο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, βάσει τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - Νεοημερολογιτισμοῦ, διέκοψε κοινωνία μαζί της καί τό 1972 ὑπήχθηκε στό Νεοημ. Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, ὅπου καί ἀπεβίωσε. (Πρόκειται γιά τόν δεύτερο συμπράξαντα Ἐπίσκοπο στήν χειροτονία τοῦ ἀρχιμ. Ἀκακίου Παππᾶ - ὁ πρῶτος ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σικάγου Σεραφείμ - τό 1960 στό Σικάγο, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλκουν τήν διαδοχή οἱ Φλωρινικοί Παλαιοημερολογίτες).
Ἡ πρόσληψη τοῦ Νεοημ. Μητροπ. Βησσαρίωνος ἀπό τήν ὑπό τόν Μητροπ. Ἀναστάσιο Ρωσική Σύνοδο, χωρίς αὐτός προηγουμένως νά ἀποκηρύξει τήν καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὑποχρέωσε τόν Μητροπ. Βερολίνου καί Γερμανίας Σεραφείμ (Lyade, 1883 - 1950), νά διακόψει τίς σχέσεις του μέ τήν Ρωσική Σύνοδο, στήν ὁποία ἀνῆκε ἀπό τό 1929. (Ἄλλοι λόγοι τῆς διακοπῆς ἦταν ἡ μεταφορά τῆς ἕδρας τῆς Ρωσικῆς Συνόδου ἀπό τό Μόναχο στή Βόννη ἀρχικά καί στή συνέχεια στή Νέα Ὑόρκη καί ἡ μετατροπή τοῦ ἐπισήμου τίτλου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἀπό «Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Ἐξορίας» σέ «Ρωσική Ἐκκλησία ἐκτός Ρωσίας». Μέ τήν ἀλλαγή – τήν ὁποία πραγματοποίησε ὁ Μητροπ. Ἀναστάσιος, βοηθούμενος ἀπό τόν τότε ἰσχυρό ἄνδρα τῆς Ρωσικῆς Συνόδου, Πρωθιερέα Γεώργιο Γκράμπε, ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μανχάταν Γρηγόριο, διαφώνησαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς, ὅπως οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Σαγκάης καί Ἁγίου Φραγκίσκου Ἰωάννης καί Συρακουσσῶν καί Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀβέρκιος, ἀλλά δέν ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Σύνοδο).
Κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες ὁ Μητροπ. Σεραφείμ τό 1948 προχώρησε στή δημιουργία τῆς «Αὐτονόμου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας στήν Ἐξορία» καί ἐνθάρρυνε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Στέφανο νά δημιουργήσει τήν «Αὐτόνομο Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Λευκορωσίας στήν Ἐξορία». Ἀκόμη, μή ἀναγνωρίζοντας τόν διορισμό τοῦ Νεοημ. Μητροπ. Βησσαρίωνος Πούϊου, προχώρησε τό 1949 στήν χειροτονία Ἐξάρχου τῶν Ρουμάνων τῆς Διασπορᾶς, ὑπαγομένου στήν δική του δικαιοδοσία, τοῦ Ἱερέως π. Βασιλείου Λέου - Ἐπισκόπου Βίκτωρος.


Β. Ἡ χειροτονία τοῦ π. Βασίλειου – Βίκτωρος σέ Ἐπίσκοπο (1949)
Ὁ π. Βασίλειος Λέου ἐξελέγη Ἐπίσκοπος κατά τήν διάρκεια μιᾶς Κληρικολαϊκῆς Συνάξεως τῶν Ρουμάνων τῆς Διασπορᾶς στό Σάλτσμπουργκ τῆς Αὐστρίας. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1949 δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Βίκτωρ καί στή συνέχεια χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπό τόν Μητροπ. Βερολίνου Σεραφείμ καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Βιέννης Στέφανο, στό Ρωσικό Καθεδρικό Ναό τοῦ Μονάχου. (Ὁ ἀναφερόμενος σέ κάποιες πηγές Ἐπίσκοπος Φίλιππος Φόν Γκάρντνερ δέν συμμετεῖχε, διότι εἶχε ἀποβάλλει τό ἱερατικό σχῆμα τό 1946 καί εἶχε ἀκολουθήσει ἔκτοτε ἀκαδημαϊκή καρριέρα).
Ἡ σειρά τῆς διαδοχῆς χειροτονηθέντος καί χειροτονησάντων εἶναι ἡ ἐξῆς: Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ χειροτονήθηκε τό 1949 ἀπό τόν Μητροπ. Βερολίνου Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθεῖ τό 1924 σέ Ἐπίσκοπο Σμίεβ ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου Ποιμένα, ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθεῖ τό 1911 εἶχε χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος Μπακίν ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Γεωργίας Ἰννοκέντιο. Ὁ δέ συμπράξας στή χειροτονία Ἀρχιεπίσκοπος Βιέννης Στέφανος, εἶχε χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος Σμολένσκ ἀπό τόν Μητροπολίτη Παντελεήμονα Rudik, πρίν τήν ἀκακήρυξη τῆς αὐτονομίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λευκορωσίας (1941).
Ἄρα οἱ χειροτονήσαντες τό Ἐπίσκοπο Βίκτωρα Ἀρχιερεῖς (Μητροπ. Σεραφείμ καί Ἀρχιεπ. Στέφανος), εἶχαν κανονική καί ἀκώλυτη τήν Ἀποστολική Διαδοχή, ἀπό κανονικούς Ἀρχιερεῖς πού ἔλκουν τήν διαδοχή ἀπό τήν προ-ἐπαναστατική Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, κατά τήν συγκεκριμένη χρονική στιγμή δέ τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος (1949), ὅπως προκύπτει ἀπό τά σχετικά ἔγγραφα, δέν ἦσαν δέ σέ κοινωνία μέ καμμία ἀπό τίς σχισματικές Νεοημερολογιτικές Ἐκκλησίες ἤ τίς Παλαιοημερολογιτικές πού ἦσαν σέ κοινωνία μαζί τους καί βεβαίως μέ τό Σεργιανιστικό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ἀναλυτικώτερα:

1. Ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Ποιμήν (1875 - 1942)
Ὁ κατά κόσμον Παῦλος Γρηγορίεβιτς Πέγωφ, γεννήθηκε τήν 26.10.1875 στήν Οὐφά τῆς Ρωσίας. Κατά τήν περίοδο 1895 – 1897 σπούδασε στό Ἱερατικό Σεμινάριο τῆς πόλεως καί μεταξύ 1897 – 1901 στή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Μοναχός ἔγινε τήν 28.2.1898 μέ τό ὄνομα Ποιμήν. Διάκονος χειροτονήθηκε τήν 6.3.1898 καί Πρεσβύτερος τήν 2.2.1900. Δίδαξε στά Σεμινάρια τῆς Οὐφᾶ (1901 – 1903), τοῦ Πέρμ (1903 – 1906), τῆς Σαμάρας (1906 – 1907) καί τῆς Τιφλίδος (1907 – 1911). Ἀρχιμανδρίτης χειροθετήθηκε τήν 15.8.1907.
Τήν 13.2.1911 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Μπακίν τῆς Γεωργίας ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰννοκέντιο καί τούς Ἐπισκόπους Λεωνίδα, Γεώργιο, Δαυΐδ καί Ἀρσένιο. Ὑπηρέτησε διαδοχικά στίς Ἐπισκοπές Μπακίν τῆς Γεωργίας (1911 – 1912), Ἐρεβάν τῆς Ἀρμενίας (1912 – 1915) καί Ποντόλσκ τῆς Οὐκρανίας (1915 – 1921). Τό 1921 ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ποντόλσκ. Τό 1923, ὅταν διακηρύχθηκε ἡ ἐκκλησιαστική αὐτονομία τῆς Οὐκρανίας, ὀνομάσθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς νέας Ἐκκλησίας Μητροπολίτης Χαρκόβου καί πάσης Οὐκρανίας καί ἀναδείχθηκε πρόεδρός της.
Τήν 20.8.1924, χειροτόνησε σέ Ἐπίσκοπο Σμίεβ τόν ἀρχιμ. Σεραφείμ Lyade. Κατά τήν περίοδο 1925 - 1929 ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἦταν ἑνωμένη μέ τήν νεωτεριστική «Ζωντανή Ἐκκλησία», συμμετεῖχε μάλιστα στή νεωτεριστική «Σύνοδο» (1 - 20.10.1924), στήν ὁποία συμμετεῖχαν 106 νεωτεριστές Ἐπίσκοποι, 100 ἀντιπρόσωποι τοῦ Κλήρου καί 100 λαϊκοί θεολόγοι, ὑπό τήν προεδρεία τοῦ ἀρχιμ. Βασιλείου Δημόπουλου, ἐκπροσώπου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου!
Τό 1927 ὁ Μητροπ. Ποιμήν μετέφερε τήν ἕδρα του στό Κίεβο καί ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας. Τό 1935, μέ τήν διάλυση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, δήλωσε ὑποταγή στό Σοβιετοποιημένο Πατριαρχεῖο Μόσχας καί ἔγινε δεκτός ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ποντόλσκ. Ἀπεβίωσε τό 1942 κάτω ἀπό ἄγνωστες συνθῆκες.

2. Μητροπολίτης Βερολίνου καί Γερμανίας Σεραφείμ (Lyade, 1883 - 1950)
Ὁ κατά κόσμον Κάρολος Γεώργιος Ἀμβέρτος Lyade, ἦταν Γερμανικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε τό 1883 στό Leipzig τῆς Γερμανίας, σέ οἰκογένεια Προτεσταντῶν. Προσχώρησε στήν Ὀρθοδοξία τό 1903. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1905 καί 1907 σπούδασε στό Σεμινάριο τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τό 1907 νυμφεύθηκε καί ἐμέσως χειροτονήθηκε Διάκονος τῆς Μητροπόλεως Νόβγκοροντ, ὅπου ὑπηρέτησε ἀπό 18.9. 1907 μέχρι 1.9.1912. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1912 καί 1916 φοίτησε στή Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Μόσχας καί στή συνέχεια χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Κατά τήν περίοδο 1916 – 1919 δίδαξε στό Ἱερατικό Σεμινάριο τοῦ Χαρκόβου. Τήν 27.1.1920 κοιμήθηκε ἡ Πρεσβυτέρα του, ὁπότε αὐτός ἔγινε μοναχός, δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Σεραφείμ καί χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Σκέπης Χαρκόβου.
Τό 1924 αὐτονομήθηκε ἐκκλησιαστικῶς ἡ Οὐκρανία ἔναντι τοῦς Πατριαρχείου Μόσχας, ἀλλά δέν ἀναγνωρίστηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα καί τίς λοιπές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τήν 20η Αὐγούστου 1924 ὁ ἀρχιμ. Σεραφείμ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ζμίεβ ἀπό τόν Μητροπ. Χαρκόβου Ποιμένα Pegov καί τήν Σύνοδο τῆς Αὐτονόμου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀνατέθηκε ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή κατά τοῦ Ἀθεϊσμοῦ. Τό 1925 ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἑνώθηκε μέ τήν νεωτεριστική «Ζωντανή Ἐκκλησία» τῆς Ἐκκλησίας καί μέχρι τό 1929 ὁ Ἐπίσκοπος Σεραφείμ ἦταν σέ κοινωνία μαζί της. Τό 1927 ὁ Μητροπ. Ποιμήν πῆρε τόν τίτλο τοῦ Μητροπ. Κιέβου, ὁπότε ὁ Ἐπίσκοπος Σεραφείμ μετατέθηκε στήν Ἐπισκοπή Ἀχτήρ.
Τό ἔτος 1929 ὁ Ἐπίσκοπος Σεραφείμ ἀπελάθηκε στή Δύση ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές, διότι ἦταν Γερμανικῆς καταγωγῆς. Τότε κατάφυγε στήν πατρίδα του Γερμανία καί στό Ρωσικό Ναό τοῦ Μονάχου, μέ δημόσια ὁμολογία ἐνώπιον Κλήρου καί λαοῦ, ἀποκήρυξε τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» καί ἔγινε δεκτός στήν ὑπό τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Κραποβίτσκυ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἀπό τήν ὁποία διορίστηκε στήν Ἐπισκοπή Μονάχου καί πάσης Γερμανίας. Τό 1938, ἐπί Πρωθιεραρχίας τοῦ Μητροπ. Ἀναστασίου, ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Βερολίνου καί πάσης Γερμανίας καί τό 1942 Μητροπολίτης Βερολίνου καί Ἔξαρχος Κεντρικῆς Εὐρώπης, μέ δικαίωμα νά φέρει λευκό ἐπανωκαλύμαυχο. Κατά τήν περίοδο τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ ἐπαρχία του περιλάμβανε ὅλες τίς κατεχόμενες ἀπό τούς Γερμανούς χώρες τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης, μέ 16 Ἐπισκόπους καί περίπου 300 Ἱερεῖς. (Σημειώνεται, ὅτι γιά λόγους πολιτικούς οἱ Γερμανοί ἔδιναν θρησκευτική ἐλευθερία στούς Ὀρθοδόξους τῶν περιοχῶν πού κατελάμβαναν, σέ ἀντίθεση μέ τούς Σοβιετικούς πού ἐδίωκαν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία).
Αὐτή τήν περίοδο μετέβη στή Βεσσαραβία (σήμερα Δημοκρατία τῆς Μολδαβίας), γιά νά ἐνισχύσει τούς πιστούς πού ἀκολουθοῦσαν τό Παλαιό Ἡμερολόγιο καί διώκονταν ἀπό τόν Νεοημ. Πατριάρχη Ρουμανίας Νικόδημο Μοντεάνου. Τότε γνωρίστηκε καί μέ τόν π. Βασίλειο Λέου, τόν ὁποῖο λίγο ἀργότερα (τό 1949), χειροτόνησε Ἐπίσκοπο στό Μόναχο. Ἀπό τήν Βεσσαραβία ἐκδιώχθηκε ἀπό τήν Κρατική Ἀσφάλεια τῆς Ρουμανίας, μέ ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Νικοδήμου.
Ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἐπισκόπου Σεραφείμ στή Βεσσαραβία ὑπέρ τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, μνημονεύεται ἀπό τόν Μητροπ. Βιτάλιο, Πρωθιεράρχη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, στή γνωστή ἐπιστολή του τοῦ 1972 ὡς Ἀρχιεπισκόπου Μόντρεαλ, πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν κυρό Ἀνδρέα. Ἐκεῖ ἀναφέρεται, ὅτι οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι τῆς Βεσσαραβίας θεωροῦσαν σχισματικούς τούς Νεοημερολογίτες καί ἔκαναν χρήση τοῦ σχετικοῦ Κανόνος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περί σχισματικῶν.
Ὅταν κατά τήν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οἱ Γερμανοί κατέλαβαν τήν Λευκορωσία καί τήν Οὐκρανία, ὁ Μητροπ. Σεραφείμ ἐνθάρρυνε τόν Μητροπ. Κιέβου Παντελεήμονα καί τόν Μητροπ. Μίνσκ Παντελεήμονα, νά ἀποκηρύξουν τό Σεργιανιστικό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί νά διοργανώσουν τίς Αὐτόνομες Ἐκκλησίες τους. Τότε μεταξύ ἄλλων Ἀρχιερέων, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σμολένσκ ὁ ἀρχιμ. Στέφανος Sevbbo (μέ τόν ὁποῖο τό 1949 ὁ Μητροπ. Σεραφείμ χειροτόνησαν Ἐπίσκοπο τόν π. Βασίλειο Λέου).
Μετά τήν ἦττα τῶν Γερμανῶν καί τήν ἐπικράτηση τῶν Σοβιετικῶν, οἱ Αὐτόνομες τοπικές Ἐκκλησίες διαλύθηκαν καί τά ἐδάφη τους ὑπήχθηκαν στό ἐλεγχόμενο ἀπό αὐτούς Πατριαρχεῖο Μόσχας. Τήν 6η Μαϊου 1946 ὁ Μητροπ. Σεραφείμ συγκάλεσε Σύνοδο στό Μόναχο (μέ τήν συμμετοχή τῶν προσφύγων Ἐπισκόπων) καί διόρισε αὐτούς σέ Ἐπισκοπές τῆς δικαιοδοσίας του. Τότε ὁ Ἐπίσκοπος Στέφανος διορίσθηκε στήν Ἐπισκοπή Βιέννης καί πάσης Αὐστρίας.
Μετά τό τέλος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ἐπίσης, ὁ Μητροπ. Ἀναστάσιος μετέφερε τήν ἕδρα τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς ἀπό τό Μόναχο στήν Βόννη (τό 1948), ἄλλαξε τόν ἐπίσημο τίτλο τῆς Ἐκκλησίας του ἀπό «Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Ἐξορίας» σέ «Ρωσική Ἐκκλησία ἐκτός Ρωσίας» καί ἦρθε σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μέ τόν Ρουμάνο Νεοημ. Μητροπ. Κεντρικῆς Εὐρώπης Βησσαρίωνα Πούϊου, τόν ὁποῖο διόρισε Ἔξαρχο τῶν Ρουμάνων τῆς Διασπορᾶς.
Οἱ ἐνέργειες αὐτές ἐπέφεραν σχίσμα μεταξύ τῶν Μητροπολιτῶν Ἀναστασίου καί Σεραφείμ, διότι ὁ δεύτερος δέν ἀναγνώρισε τήν μεταφορά τῆς ἕδρας τῆς Συνόδου καί τήν ἀλλαγή τῆς ὀνομασίας (αὐτές οἱ ἀλλαγές ἄλλωστε ἔγιναν ἐρήμην τῶν λοιπῶν Ἀρχιερέων, μέ τήν οὐσιαστική σύμπραξη τοῦ ἔκτοτε «ἰσχυροῦ ἄνδρα», Πρωθιερέως Γεωργίου Γκράμπε). Ἔτσι τό 1948 προχώρησε στήν δημιουργία τῆς «Αὐτονόμου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας στήν Ἐξορία» καί ἐνθάρρυνε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Στέφανο νά δημιουργήσει τήν «Αὐτόνομο Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Λευκορωσίας στήν Ἐξορία». Ἀκόμη, μή ἀναγνωρίζοντας τόν διορισμό τοῦ Νεοημ. Ἐπισκόπου Βησσαρίωνος Πούϊου, προχώρησε τό 1949 στήν χειροτονία Ἐξάρχου τῶν Ρουμάνων τῆς Διασπορᾶς, ὑπαγομένου στήν δική του δικαιοδοσία, τοῦ π. Βασιλείου Λέου - Ἐπισκόπου Βίκτωρος.
Κατά τήν περίοδο τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος ὁ Μητροπ. Σεραφείμ ἡγεῖτο Συνόδου στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βιέννης Στέφανος Σέβμπο, ὁ Ἐπίσκοπος Πότσδαμ Φίλιππος Φόν Γκάρτενερ καί ὁ Ἐπίσκοπος Γιενισέϊ Θεοδόσιος Μπαχμέτεβ.
Ὁ Μητροπ. Σεραφείμ δολοφονήθηκε ἀπό «ἀγνώστους» ἄνδρες πού τόν πυροβόλησαν δύο φορές στό κεφάλι, στήν σκάλα τοῦ γαρφείου του, τήν 1/14.9.1950. Ἐνταφιάστηκε στό Μόναχο.
Σχετικά μέ τά μέλη τῆς Συνόδου του τό 1949, ἔτος χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος, καί τό κανονικό τους καθεστώς (canonical status), εἶναι γνωστά τά ἀκόλουθα:
Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος (1893 – 1986), εἶναι γνωστός Ἱεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν. Ὁ κατά κόσμον Θεόδωρος Ἀντρέγιεβιτς Bakhmetev, γεννήθηκε τό 1893 στό Τσερνίκωφ (ἤ σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή τό 1901 ἤ 1902 στό Κίεβο) καί ἦταν γιός Ἱερέως. Μετά τόν θάνατο τῆς μητέρας του, ὁ πατέρας του ἐντάχθηκε σέ κάποια μονή καί ὁ Θεόδωρος πῆγε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου μόναζαν δύο ἀδελφοί του (ἕνας ἄλλος ἦταν ἤδη ἔγγαμος Ἱερεύς). Τό 1915 ἔγινε ἐπίσημα δεκτός στήν Λαύρα, τό 1918 διορίστηκε Προϊστάμενος τῶν Κοντινῶν Σπηλαίων καί τό 1920 χειροτονήθηκε Ἱερομόναχος καί διορίστηκε φύλακας τῶν Λειψάνων τῶν Ὁσίων Πατέρων.
Τό 1920, ὅταν οἱ Μπολσεβίκοι θέλησαν νά πάρουν τήν θαυματουργό Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Λαῦρας, ὁ π. Θεοδόσιος τήν ἔκρυψε μέ ἀποτέλεσμα να συλληφθεῖ καί νά καταδικαστεῖ σέ 10 χρόνια ἐξορία στό φοβερό Σολόβκι. Ὅταν ἀπελευθερώθηκε τό 1930, τοῦ ζήτησαν νά ἀποδεχθεῖ τήν Διακήρυξη τοῦ Μητροπ. Σεργίου (1927) καί ἐπειδή ἀρνήθηκε ἐξορίστηκε γιά ἄλλα 10 χρόνια.
Τό 1940 ἦταν Ἡγούμενος στήν Λευκορωσία, Μονῆς τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Λευκορωσίας καί τό 1942 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Πίνσκ, στήν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἀπό Ἱεράρχες τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας (τόν Ἀντώνιο Abashidze, τόν Παντελεήμονα Rudik, τόν Κατακομβίτη Ἐπίσκοπο Ἠλία καί τόν Ἐπίσκοπο Μακάριο). Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος δέν συμμετεῖχε τό 1949 στή χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος, διότι ἦταν ἐξόριστος στή Σιβηρία (εἶχε συλληφθεῖ ἀπό τούς Σοβιετικούς τό 1946 καί ἦταν ἐξόριστος μέχρι τό 1951). Τό 1952 συνελήφθη καί πάλι καί ἐξορίστηκε γιά ὀκτώ χρόνια στήν Σιβηρία, στόν ποταμό Γενισέϊ. Ἀπεβίωσε τήν 28.3.1986, ἀπομονωμένος στό χωριό Τοσνάγιεβο τῆς ἐπαρχίας Γενισέϊ, μνημονεύοντας τόν Πρωθιεράρχη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς Μητροπ. Φιλάρετο.
Βιβλιογραφία: Πρωθιερέως Βίκτωρος Ποτάπωφ, «A Russian Presence: A History of the Russian Church in Australia».

3. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βιέννης Στέφανος Sevbo Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σμολένσκ στήν Αὐτόνομο Λευκορωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπό τόν Μητροπ. Λευκορωσίας Παντελεήμονα Rozhnovski. Προηγουμένως εἶχε δραστηριοποιηθεῖ στή Βεσσαραβία (Μολδαβία) καί τήν Πολωνία ὑπέρ τῶν πιστῶν τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου (οἱ ὁποῖοι στήν Βεσσαραβία διώκονταν ἀπό τόν Νεοημ. Πατριάρχη Ρουμανίας Νικόδημο).
Τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτονομίας τῆς Λευκορωσίας προέκυψε στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. Ἀρχικά ἡ Λευκορωσία ὑπάγονταν ἐκκλησιαστικῶς στήν Πολωνία. Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. ὑπῆρχαν περίπου 1500 Ὀρθόδοξες ἐνορίες στήν Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας. Οἱ Σοβιετικοί ἐπικράτησαν στή Λευκορωσία τό 1919 καί μέχρι τό 1941 ἡ Ἐκκλησία διώχθηκε καί ναοί καί μοναστήρια ἔκλεισαν. Τόν Νοέμβριο τοῦ 1920, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Τύχων, στήν προσπάθειά του νά ἐνισχύσει τήν αὐτονομία τῶν Ἐπισκόπων τῶν ἐπαρχιῶν, κυκλοφόρησε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 362 ἀπόφασή του. Βάσει αὐτῆς δημιουργήθηκε τήν 23.6.1922 ἡ Μητρόπολις Λευκορωσίας, μέ ἐπικεφαλής τόν Ἐπίσκοπο Μίνσκ Μελχισεδέκ, ὁ ὁποῖος πῆρε τόν τίτλο τοῦ Μητροπ. Μίνσκ καί πάσης Λευκορωσίας (ἀπεβίωσε ἐντελῶς ξαφνικά στή Μόσχα, στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’20, ἐνῶ τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία).
Τήν 23.7.1922 μία Σύνοδος στό Μίνσκ διακήρυξε τό αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λευκορωσίας, τό ὁποῖο ὅμως δέν ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα καί τούς λοιπούς Προκαθημένους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Τό αὐτοκέφαλο καταλύθηκε βίαια ἀπό τούς Σοβιετικούς τό 1938 καί ἐπανῆλθε ἀπό τούς Γερμανούς (γιά λόγους πολιτικῆς σκοπιμότητας), μέ τήν κατάκτηση τῆς Λευκορωσίας τό 1941.
Ἀμέσως μετά τήν κατάκτηση τῆς Λευκορωσίας ἀπό τούς Γερμανούς, αὐτοί προσπάθησαν νά δημιουργήσουν μία Ἐκκλησία ἀνεξάρτητη τόσο ἀπό τό ἐλεγχόμενο ἀπό τούς Σοβιετικούς Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅσο καί ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Πολωνία. Ἔτσι στίς 3.10.1941, ἐπιτράπηκε στόν Μητροπολίτη Παντελεήμονα (Rozhnovski.) καί στόν Ἐπίσκοπο Βενέδικτο τῆς Βρέστης νά δημιου-ργήσουν μία αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Λευκορωσίας. Στούς ὅρους τῆς διακήρυξης περιλαμβάνονταν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Λευκορωσίας θά ἦταν ἀνεξάρτητη ἀπό τίς Γερμανικές Ἀρχές, θά χρησιμοποιοῦσε τήν Σλαβωνική γλῶσσα στήν λατρεία της, ἀλλά τό κήρυγμα καί ἡ ἐπίσημη ἀλληλογραφία της θά γίνοταν στήν Λευκορωσική γλῶσσα. Οἱ δύο Ἐπίσκοποι ἀποδέχθηκαν αὐτούς τούς ὅρους καί στίς 6.10.1941 διακήρυξαν τήν αὐτονομία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λευκορωσίας. Ἡ πρώτη Σύνοδος πού συγκροτήθηκε τότε ἀποφάσισε νά λάβει ὁ Μητροπ. Παντελεήμων τόν τίτλο τοῦ Μητροπ. Μίνσκ καί πάσης Λευκορωσίας, νά μετακινήσει τήν ἕδρα του ἀπό τήν Μονή Ζιροβίτσκυ στό Μίνσκ, νά ἱδρυθοῦν 6 νέες Ἐπισκοπές (Μίνσκ, Γκρόντνο, Σμολένσκ, Μογκίλεφ, Νοβογκρούντοκ καί Βιτέμπσκ) καί νά λειτουργήσει ἕνα Θεολογικό Σεμινάριο.
Σύμφωνα μέ ἄλλη πηγή, οὔτε ὁ Μητροπ. Παντελεήμων, οὔτε ἡ πλειοψηφία τῶν Λευκορώσων Ὀρθοδόξων ἤθελαν διακοπή σχέσεων μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ἔτσι, μία Σύνοδος πού συγκλήθηκε στό Μίνσκ τό 1942, ἀπεφάνθη ὅτι τό αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λευκορωσίας θά ἔπρεπε νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό τίς λοιπές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ θέση αὐτή δυσαρέστησε τούς Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι ἀντικατέστησαν τόν Μητροπ. Παντελεήμονα (ὁ ὁποῖος περιορίσθηκε στή Μονή τοῦ Lyade), μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Φιλόθεο τοῦ Σλούτσκ.
Τόν Αὔγουστο – Σεπτέμβριο τοῦ 1942, κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν Γερμανῶν καί τῶν ἐντόπιων αὐτονομιστῶν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Φιλόθεος συγκάλεσε Σύνοδο μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπ. Παντελεήμονος, στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ ἴδιος καί οἱ Ἐπίσκοποι Ἀθανάσιος καί Στέφανος (Sevbo). Κατά τήν Σύνοδο αὐτή συντάχθηκε μία ἐπιστολή πρός τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τήν ὁποία ὅμως οἱ Γερμανοί δέν ἐπέτρεψαν νά σταλεῖ. Κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς Συνόδου, οἱ Γερμανοί ἐπέτρεψαν στόν Μητροπ. Παντελεήμονα νά ἐπιστρέψει στό Μίνσκ (Ἀπρίλιος 1943).
Παρά τίς προθέσεις τῶν αὐτονομιστῶν τῆς Λευκορωσίας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Λευκορωσίας δέν ἀναγνωρίσθηκε ἀπό καμμία τοπική Ἐκκλησία καί ἔτσι δέν ἦταν σέ κοινωνία μαζί τους. Ἀντίθετα, ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1943, ἦταν σέ de facto κοινωνία μέ τήν ὑπό τόν Μητροπ. Ἀναστάσιο Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐξορίας, ἀφοῦ συμμετεῖχε στήν Σύνοδο πού συγκλήθηκε στήν Βιέννη, μέ ἕναν Ἐπίσκοπο καί ἕναν Ἱερέα. Σ’ αὐτή τήν Σύνοδο καταδικάστηκε σάν ἀντικανονική ἡ «ἐκλογή» τοῦ Μητροπ. Σεργίου στόν Πατριαρχικό Θρόνο τῆς Μόσχας.
Κατά τήν ἴδια περίοδο ἡ Λευκορωσική Σύνοδος χειροτόνησε τόν Ἐπίσκοπο Γεώργιο (ἀργότερα ἔγινε Ἐπίσκοπος Σικάγου καί Ντιτρόϊτ).
Μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (τό 1946) καί τήν διάλυση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λευκορωσίας, ὅλη ἡ Ἱεραρχία της ἔγινε δεκτή χωρίς ἐνδοιασμούς καί ἄλλες διατυπώσεις ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς (τήν 23η Ἀπριλίου/6η Μαΐου 1946). Τότε ὁ Ἐπίσκοπος Στέφανος ἐγκαταστάθηκε στή Βιέννη. Τό 1948 ἑνώθηκε μέ τόν Μητροπ. Σεραφείμ Lyade. (Μαρτυρία Μιχαήλ Woerl) καί τό 1949 συμμετεῖχε στήν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος.
Σύμφωνα μέ πληροφορία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Ἀνδρέου πρός Σέρβους Ὀρθοδόξους, τόν Ἰατρό Εὐσέβιο Πέτροβιτς καί τήν ἀδελφή του Φιλόλογο Ἑλένη Πέτροβιτς (ἡ ὁποία ἔχει ἤδη δημοσιευθεῖ σέ βιβλίο τό ὁποῖο ἤδη κυκλοφορεῖ στήν Σερβική γλῶσσα), τό 1948 ὁ ἀοίδημος Ἅγιος Πατήρ Ἐπίσκοπος Βρεσθένης Ματθαῖος Α’, πρίν προχωρήσει στήν χειροτονία Ἐπισκόπων, «ἀπευ-θύνθηκε σέ Ἐπίσκοπο στήν Πολωνία». Πρόκειται γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Στέφανο, τοῦ ὁποίου ζήτησε τό σύμψηφο καί γιά τοῦ ὁποίου τήν Ὁμολογία καί τήν Ἀποστολική Διαδοχή δέν εἶχε καμμία ἀμφιβολία (ἡ πληροφορία ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τόν τότε Διάκονο τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου Γρηγόριο, ἔπειτα Ἐπίσκοπο Μεσσηνίας). Δέν εἶναι γνωστό ἄν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στέφανος ἔλαβε γνώση τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου, τό βέβαιο εἶναι πάντως, ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ Ἑλλάδος (στήν ὁποία τό 1947 – 48 ἦταν σέ ἐξέλιξη ὁ Ἐμφύλιος Πόλεμος), μέ τήν μεταπολεμική Κομμουνιστική Πολωνία ἦταν - λόγῳ τῶν συνθηκῶν - μᾶλλον ἀδύνατη.

Βιβλιογραφία:
I. F. Bugayem, "Varvarskaia aktsia" (A Barbaric Action), Otechestvo (Fatherland), № 3, 1992, pp. 53-73 ®; text in Shkvarovsky, Iosiflyanstvo, op. cit., pp. 262-263.
Interviu s episkopom Irinarkhom Tul’skim i Brianskim (RPATs)” (Interview with Bishop Irinarch of Tula and Briansk (ROAC), Vertograd, № 440, 10 March, 2004 ®.
Mikhail Woerl, “Dobrij Pastyr’” (A Good Pastor), Pravoslavnaia Rus’ (Orthodox Russia), № 24 (1597), December 15/28, 1997, p. 7; Monk Benjamin, op. cit., part 3, p. 43 ®.
Archbishop Ambrose (von Sievers), “Bezobrazniki: K sobytiam v RPTsZ 1945-55gg.” (Hooligans: on the events in the ROCA, 1945-55), Russkoe Pravoslavie (Russian Orthodoxy), № 2 (16), 1999, p. 18 ®.
Woerl, “A Brief Biography of Archbishop Filofei (Narko)”, Orthodox Life, vol. 50, № 6, November-December, 2000, pp. 25-26.
Woerl, “Dobrij Pastyr’”, op. cit., p. 8. See “Episkop Vasilij Venskij – 1880-1945gg.” (Bishop Basil of Vienna – 1880-1945), Pravoslavnaia Rus’ (Orthodox Russia), № 18 (1663), September 14/27, 2000, p. 5 ®.

Ἡ πληροφορία γιά συμμετοχή στήν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος καί τοῦ Ἐπισκόπου Φιλίππου Φόν Γκάρτνερ δέν εὐσταθεῖ, διότι ὁ ἐν λόγῳ Ἐπίσκοπος εἶχε ἀποβάλει τό Ἱερατικό σχῆμα τό 1946 καί εἶχε ἀκολουθήσει ἀκαδημαϊκή καρριέρα. (Ἀπεβίωσε τό 1965).


Γ. Ἡ ἀντικομμουνιστική δραστηριότητα τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος καί οἱ διώξεις του (1949 – 1964)
Ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Βίκτωρ ἀνέπτυξε μεγάλη ἀντικομμουνιστική δραστηριότητα στή Δύση. Τό 1949 συναντήθηκε στήν Ἐλβετία μέ τούς ἐξορίστους Βασιλεῖς τῆς Ρουμανίας Μιχαήλ καί Ἄννα. Ταξίδεψε στήν Μεγάλη Βρεττανία καί εἶχε συναντήσεις μέ τόν τότε Βρεττανό Ὑπουργό τῶν Ἐξωτερικῶν καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καντέρμπουρυ, τούς ὁποίους ἐνημέρωσε γιά τήν θρησκευτική κατάσταση στήν κομμουνιστική Ρουμανία. Τήν ἴδια περίοδο ἔκανε σχετικές ἐκπομπές στό ραδιόφωνο τοῦ BBC. Τό 1950 συναντήθηκε μέ τόν πρ. Βασιλιά τῆς Ρουμανίας Κάρολο Β’ καί πῆγε στήν Ἰσπανία, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν Στρατηγό Φράνκο.
Ἡ ἔντονη αὐτή ἀντικομμουνιστική δραστηριότητα τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος, δέν ἄφησε - ὅπως ἦταν φυσικό καί ἀναμενόμενο - ἀδιάφορο τό Κομμουνιστικό καθεστώς τῆς Ρουμανίας. Τήν 25η Φεβρουαρίου 1949 ἡ Ἐπισκοπή τοῦ πατέρα του Ἐπισκόπου Γρηγορίου Λέου καταργήθηκε καί ὁ γέρων Ἐπίσκοπος μεταφέρθηκε στό Βουκουρέστι δύο ἡμέρες ἀργότερα γιά ἀνακρίσεις. Ἀπεβίωσε ἀνακρινόμενος καί ὑπάρχει βάσιμη ὑποψία, ὅτι δολοφονήθηκε μέ δηλητήριο. Μετά ἀπό αὐτό τό θλιβερό γεγονός ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ πέτυχε νά ἔχει ἑβδομαδιαῖα ἐκπομπή στό Βρεττανικό ραδιόφωνο τοῦ BBC καί τακτικές ἐκπομπές στό ραδιόφωνο τῶν Παρισίων.
Τήν 16η Αὐγούστου 1952 ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ συνελήφθη ἀπό τήν Σοβιετική Μυστική Ὑπηρεσία (KGB), στή Βιέννη τῆς Αὐστρίας καί ἀναίσθητος μεταφέρθηκε σέ περιοχή ἐλεγχόμενη ἀπό τόν Ἑρυθρό Στρατό. Ὅταν συνῆλθε ἦταν ἀποσχηματισμένος, ξυρισμένος καί κουρεμένος. Στή συνέχεια τόν μετέφεραν στή Μόσχα καί τόν φυλάκισαν στή διαβόητη φυλακή Λουμπιάνκα. Ἐκεῖ ἀντιμετώπισε τήν κατηγορία τῆς κατασκοπίας ὑπέρ τῶν Συμμάχων καί γιά διάστημα ἑπτά μηνῶν ὑπέμεινε καθημερινές ἀνακρίσεις (σέ κάποιες ἀπό αὐτές συμμετεῖχε προσωπικά ὁ σαδιστής Ἀρχηγός τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας Λ. Μπέρια). Τήν 20η Νοεμβρίου 1954 ἐκδόθηκε στή Ρουμανία, ὅπου καταδικάσθηκε σέ θάνατο μέ τήν κατηγορία τῆς ἀντικομμουνιστικῆς δραστηριότητας καί τῆς ἐσχάτης προδοσίας! Κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἀνοικτῆς συνεδριάσεως τοῦ Στρατοδικείου τοῦ Βουκουρεστίου, ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀπολογούμενος εἶπε, ὅτι «δέν εἶναι πράκτορας κανενός, ἀλλά ἐχθρός τοῦ καθεστώτος, τό ὁποῖο εἶχε μετατρέψει τήν Ρουμανία σέ ἕνα ἀπέραντο στρατόπεδο» καί ὅτι «θεωροῦσε τόν Κομμουνισμό σάν πρῶτο ἀντίπαλο τοῦ Χριστιανισμοῦ»!
Ὡς κρατούμενος πέρασε ἀπό ὅλες τίς γνωστές φυλακές τῆς Ρουμανίας. Ὁ φάκελλός του στή Μυστική Ἀστυνομία (τήν διαβόητη Securitate), ἦταν μεγαλύτερος τῶν 300 σελίδων! Ἄν καί ἡ καταδίκη του σέ θάνατο δέν ἀνακλήθηκε ποτέ, ἀπελευθερώθηκε τήν 26η Μαρτίου 1964 καί τοῦ ἐπιβλήθηκε κατ’ οἶκον περιορισμός, σέ διαμέρισμα τοῦ Βουκουρεστίου.

Δ. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ὡς Ἡγέτης τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας (1964 – 1980)
Ὅταν κατέστη δυνατόν ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἐπισκέφθηκε τήν μεγάλη Παλαιοημερολογιτική Μονή Μεταμ. Σωτῆρος Σλατιοάρας (ἕδρα τῆς ὑπό τόν Μητροπ. Γλυκέριο Τανάσε Ρουμανικῆς Παλαιοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας πού εἶχε προέλθη ἀπό τόν Νεοημ. Ἐπίσκοπο Γαλακτίωνα Κόρντουν, τό 1955), ὅπου ἔγινε δεκτός ὡς Ἐπίσκοπος. Μέ τόν Μητροπ. Γλυκέριο καί τήν Σύνοδό του διέκοψε ἀμέσως σχέσεις ὅταν πληροφορήθηκε, ὅτι ἡ χειροτονία τους προέρχονταν ἀπό τόν Νεοημ. Ἐπίσκοπο Γαλακτίωνα Κόρντουν.
Ἐνῶ ἦταν ἀπομονωμένος στό Βουκουρέστι, στήν κατάσταση τοῦ κατ’ οἶκον περιορισμοῦ, τήν ἴδια περίοδο τόν πλησίασαν παράγοντες τῆς ἐμπεριστάτου Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας καί τοῦ ζήτησαν νά ἀναλάβει τήν ποιμαντορία Της. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀποδέχθηκε τήν Ὁμολογία - Ἐκκλησιολογία τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς καί μάλιστα στό εὐαίσθητο σημεῖο τῆς διά Βαπτίσματος ἀποδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων ἀπό τό σχίσμα τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (θέση ἡ ὁποία εἶχε προκαλέσει σχίσμα μεταξύ τῶν Ρουμάνων Παλαιοημερολογιτῶν στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’30) καί στή συνέχεια ἔγινε δεκτός καί ἀνέλαβε τήν ποιμαντορία τῶν Ρουμάνων Γνησίων Ὀρθοδόξων.
Ἡ ὑπηρεσία καί προσφορά τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος στήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ὑπῆρξε μεγίστη, διότι χειροτόνησε τόν πρῶτο Ἐπίσκοπο Αὐτῆς, ἤδη μακαριστό Ἐπίσκοπο Νήφωνα, ἀπό τόν ὁποῖο χειροτονήθηκαν στή συνέχεια οἱ λοιποί Ἐπίσκοποι - ὁ ἀποθανών Ἐπίσκοπος Κλήμης καί οἱ ἐπιζῶντες Ἐπίσκοπος Κασσιανός καί Ἐπίσκοπος Γερόντιος - καθώς καί οἱ λοιποί Κληρικοί.
Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1980, σέ κατ’ οἶκον περιορισμό στό Βουκουρέστι. Τό Νεοημ. Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, σέ μία προσπάθεια νά καπηλευθεῖ τόν ἄνδρα καί νά προσεταιρισθεῖ τό ποίμνιό του (ἀνεπιτυχῶς βέβαια), τόν ἐνταφίασε στή μεγάλη Νεοημ. Μονή τῆς Τσέρνικας, ἔξω ἀπό τό Βουκουρέστι. Στόν τάφο του ἐπιγράφεται Ἀρχιεπίσκοπος.

Συμπεράσματα:
Α. Κατά τήν περίοδο τῆς χειροτονίας τοῦ ἔπειτα Μητροπ. Βερολίνου Σεραφείμ (1924), ἀπό τόν ὁποῖο ἔλκει τήν διαδοχή ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ, ὁ χειροτονήσας αὐτόν Μητροπ. Κιέβου Ποιμήν, δέν ἦταν σέ κοινωνία μέ τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τῆς Ρωσίας, οὔτε μέ κάποια ἀπό τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, ἐφ’ ὅσον καμμία δέν ἀναγνώριζε τήν ἐκκλησιαστική αὐτονομία τῆς Οὐκρανίας.
Β. Κατά τήν περίοδο τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος (1949), ὁ Μητροπ. Βερολίνου Σεραφείμ ἡγεῖτο Συνόδου στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βιέννης Στέφανος Σέβμπο, ὁ Ἐπίσκοπος Πότσδαμ Φίλιππος Φόν Γκάρτενερ καί ὁ Κατακομβίτης Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος Μπαχμέτεβ. Ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ἦταν σέ κοινωνία μέ καμμία ἀπό τίς τοπικές Νεοημερολογιτικές ἤ Πλαιοημερολογιτικές Ἐκκλησίες.
Γ. Οἱ χειροτονήσαντες τόν Ἐπίσκοπο Βίκτωρα Ἀρχιερεῖς (Μητροπ. Σεραφείμ καί Ἀρχιεπ. Στέφανος), εἶχαν κανονική καί ἀκώλυτη τήν Ἀποστολική Διαδοχή, δέν ἦσαν – δηλαδή – αὐτοχειροτόνητοι ἤ χειροτονημένοι ἀπό σχισματικούς ἤ αἱρετικούς καί δέν ἦσαν δέ σέ κοινωνία μέ καμμία ἀπό τίς σχισματικές Νεοημερολογιτικές Ἐκκλησίες ἤ τίς Παλαιοημερολογιτικές πού ἦσαν σέ κοινωνία μαζί τους καί βεβαίως μέ τό Σεργιανιστικό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ἡ μόνη ἀμφιβολία περί αὐτῶν ἀφορᾶ τήν Ὁμολογία τους. Γιά τοῦτο καί κατά τήν διατύπωση τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 474 τῆς 1/14. 4.2008 Ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Μητροπολιτικῆς Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Περιοδικό «Ὀρθόδοξος Πνοή», φ. 181/Μαΐου - Ἰουνίου 2008, σελ. 209), οἱ χειροτονήσαντες τόν Ἐπίσκοπο Βίκτωρα Ἀρχιερεῖς «ἦσαν Παλαιοημερολογῖται ἐν τόπῳ καί χρόνῳ, χωρίς ἀπό τά μέχρι σήμερον ὑπάρχοντα ντοκουμέντα νά προκύπτη σαφῶς, ἐάν εἶχον καί ἐκήρρυσσον καί πρό καί μετά τήν χειροτονίαν, τήν ἀπολύτως καθαράν Ὁμολογίαν - Ἐκκλησιολογίαν».
Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἱερά Μητροπολιτική Σύνοδος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 1/14.4.2008 (μέ τήν συμμετοχή ἐκπροσώπων καί τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν Κύπρου, Ρωσίας καί Κένυας), στήν Ἀπόφασή Της περί ἑνώσεως τῶν τοπικῶν αὐτῶν Ἐκκλησιῶν μέ τήν ὑπό τούς Σεβ. Ἐπισκόπους Μπακάου κ. Κασσιανό καί Βράντσεα κ. Γερόντιο Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας (τούς ἔλκοντες τήν διαδοχή ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Βίκτωρα Λέου), ἀφοῦ ἀνεγνώρισε, ὅτι πρόκειται «διά τήν ἕνωσιν οὐχί μετά προσώπου τινός ἤ προσώπων, ἀλλά μετά μιᾶς τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐν προκειμένῳ μετά τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, ἡ Ὁποία παραμείνασα ἀπολύτως Ὀρθόδοξος διαφύλαξεν ἀπό τό 1924 ἀκαινοτόμητον ἐν πᾶσι τήν Ὀρθοδοξίαν, ὁμοφώνως ἀπέκλεισεν οἱανδήποτε ἄλλην ἀντιμετώπισιν τοῦ θέματος τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τοῦ Ἐπισκόπου Βίκτωρος καί τῶν διαδόχων του, μέχρι καί τῶν Ἐπισκόπων κ.κ. Κασσιανοῦ καί Γεροντίου, ἤτοι ἀπέκλεισεν τό ἐνδεχόμενον χειροθεσίας ἐπ’ αὐτῶν, διότι αὕτη (ἡ χειροθεσία) ἀφορᾶ τούς σχισματικούς».
Στή συνέχεια ἡ Ἱερά Μητροπολιτική Σύνοδος, ἀφοῦ ἔλαβε σοβαρῶς ὑπ’ ὅψιν, «ὅτι ἐν τῆ Ὀρθοδοξίᾳ ἡ Ἱερά Σύνοδος, ὡς θεῖος θεσμός (ὄργανον), κατευθυνομένη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὑπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, δύναται δι’ ἀποφάσεώς Της νά προσεπικυρώση καί ἀναγνωρίση τάς ἐν λόγῳ χειροτονίας», καλῶς ἀναγνώρισε «τήν ἐν ἔτει 1949 χειροτονίαν τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας Βίκτωρος Λέου, ἀπό τήν ὁποίαν χειροτονίαν ἔχει σήμερον τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας» (Περιοδικό «Ὀρθόδοξος Πνοή», αὐτ. σελ. 209 – 211).





















































1 σχόλιο: