Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010


Γερόντισσα ΚΑΛΛΙΝΙΚΗ
Καθηγουμένη Ἱ. Μονῆς Παντανάσσης Μυστρᾶ (+ 1990)

Κατά κόσμον Καλή Χριστάκου, γεννήθηκε τό 1900 στήν παρακείμενη τοῦ Μυστρᾶ κοινότητα τῆς Μαγούλας. Ἦταν ἄνθρωπος «σπανίας εὐφυϊας καί ἐπιδεξιότητος, πολυτάλαντος καί χαρισματοῦχος, διά τοῦτο καί ἀσχολήθηκε μέ πολλάς τέχνας κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς της» («Κ.Γ.Ο.», τ. 1990, σελ. 20). Ἀπό τήν ἡλικία τῶν 10 ἔτων ἄρχισε νά τήν ἐνδιαφέρει τό ἐμπόριο, ἐνῶ βοηθοῦσε τόν πατέρα της στίς ἀγροτικές ἐργασίες καί τήν μητέρα της στά οἰκακά. Καταγομένη ἀπό οἰκογένεια κυνηγῶν, ἔγινε καλή κυνηγός, ἀλλά καί ἄφθαστη στήν ἱππασία!
Στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν σπούδασε ζωγραφική – κλασσική (ἀναγεννησιακή) ἁγιογραφία, ἀρχικά κοντά στόν Ἁγιογράφο Σπῦρο Μοσχονᾶ καί στή συνέχεια (μοναχή πλέον) κοντά στό ζωγράφο Παντελῆ, ὁ ὁποῖος ἔκανε σχέδια τῶν τοιχογραφιῶν τῆς Παντανάσσης, γιά λογαριασμό τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τῶν Ἀθηνῶν. Ἔργα της ὑπάρχουν στό τέμπλο τοῦ ναοῦ τῆς Παντανάσσης καί σέ ἄλλους ναούς τῆς Λακωνίας.
Στήν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν πῆρε τήν ἀπόφαση νά μονάσει, ἀλλά ἡ οἰκογένειά της πρόβαλε ἀντιρρήσεις, ἔτσι μόνο μετά ἀπό 6 χρόνια, μπόρεσε νά ὑλοποιήση τόν πόθο της. Τόν Μάϊο τοῦ 1921, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, κοινοβίασε στή Μονή Παντανάσσης καί ὑποτάχθηκε στίς ἀδελφές Γιατράκου (γ. Παναρέτη καί μ. Εὐσεβία).
Τό 1924 ἄρχισε νά ἀσχολεῖται μέ τήν τέχνη τῆς φωτογραφίας. Ἀγόρασε ἐπαγγελματική φωτογραφική μηχανή, ἐγκατέστησε ἐργαστήριο σέ ἕνα ἀπό τά κελλιά τῆς μονῆς καί ἐκτύπωνε ταχυδρομικές κάρτες μέ τίς ἐκκλησίες καί τά τοπία τοῦ Μυστρᾶ! Ἡ ἔκδοση τῶν καρτῶν σταμάτησε ὅταν τήν ἐκτύπωση ἀνέλαβε ἡ Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία.
Τό 1937 ἔλαβε τήν ρασοσευχή καί τό μοναχικό ὄνομα Καλλινίκη. Τό ἴδιο ἔτος, ἔπειτα ἀπό πολλές προσπάθειες εἰδικῶν ἀρχαιολόγων καί ἁγιογράφων (Ὀρλάνδου, Ξυγγόπουλου, Καλλιγᾶ, Κόντογλου, Στέρνη), γιά τήν ἐξεύρεση τρόπου καθαρισμοῦ τῶν τοιχογραφιῶν, ἐφεύρε τόν τρόπο καί συνεργάσθηκε στενά μέ τόν Κόντογλου γιά τήν στερέωση καί τόν καθαρισμό τῶν Βυζαντινῶν ναῶν τοῦ Μυστρᾶ. Ἀργότερα γιά τό ἴδιο θέμα συνεργάσθηκε μέ τήν Βυζαντινολόγο Μαρία Σωτηρίου, ἱδρύτρια τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν. Σάν συντηρητής ἐργάσθηκε στούς ναούς τῆς Περιβλέπτου, τῶν ἁγ. Θεοδώρων, τοῦ Ἀφεντικοῦ (Ὁδηγητρίας), στόν μικρό ἅϊ Γιάννη καί τελευταῖα στήν Ἁγία Σοφία. Ἐκεῖ τερμάτισε τήν καριέρα της λόγῳ ὑπερκοπώσεως, τό 1957, μετά ἀπό 20 χρόνια ὑπηρεσίας καί διακονίας τῆς ὑψηλῆς εἰκονογραφικῆς τέχνης.
Τό 1945 (μετά τήν κοίμηση τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου καί τήν ἀνάδειξη τῆς γ. Πελαγίας), ἀνέλαβε οἰκονόμος τῆς Μονῆς, θέσει πού διατήρησε μέχρι τό 1985! Τό 1957 ἀνέλαβε τό Μετόχιο τῆς Παναγίας Ἐλεούσης, στό ὁποῖο ἔκτισε ναό, ἁγιογραφημένο ἀπό τόν μαθητή τοῦ Κόντογλου Εὐάγγ. Μαυρικάκη.
Τό 1985, μετά τήν κοίμηση τῆς γ. Πελαγίας, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς. Ἐπίσημα χειροθετήθηκε Ἡγουμένη τό 1989, ἀπό τόν τότε Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἀνδρέα (+ 2005), ὁπότε καί ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα.
Ἡ γ. Καλλινίκη εἶχε ἀκόμη καί ποιητική φλέβα. Κατέλειπε δύο ἔξοχα δείγματα τοῦ ποιητικοῦ της ταλέντου, ἕναν ὕμνο πρός τήν Παντάνασσα καί ἄλλον ἕνα πρός τήν Παναγία Ἐλεοῦσα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 20η Νοεμβρίου 1990, σέ ἡλικία 90 ἐτῶν, μετά ἀπό μακρά δοκιμασία ἐξ αἰτίας προβλήματος τοῦ στομάχου. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία της ἐψάλλη στήν Παντάνασσα ἀπό τόν Ἱερομ. Νεόφυτο Τσακίρολγου. Ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῆς μονῆς. Ἀποχαιρετιστήριους λόγους ἀπηύθυναν ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητος ἡ Μοναχή Εὐφροσύνη καί ἐκ μέρους τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας ἡ Ἔφορος Αἰμιλία Μπακούρου.
Ἡ μ. Εὐφροσύνη μεταξύ ἄλλων εἶπε:
«Δυνατή ἔργῳ καί λόγῳ. Δυναμική καί πραεῖα. Ἁπλῆ καί ἄκακος. Εὔσπλαχνος καί δικαία. Φορεύς τῆς εἰλικρινοῦς καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Ἀγάπης πρῶτον πρός τόν Θεόν, τόν ἀθάνατον αὐτῆς Νυμφίον, καί δεύτερον εἰς τόν πλησίον της. Ὑπερασπιστής τῶν ἀδικουμένων, τῶν χηρῶν καί ὀρφανῶν. Μήτηρ πλήρους στοργῆς καί προνοίας. Ὑπόδειγμα ἀξιομημίτου ὑπομονῆς ἐν τῆ ἀσθενείᾳ της. Ψυχή ἐλεύθερη καί ζῶσα ἐν Θεῶ καί θεοποιουμένη τῆ ἐλευθερίᾳ τῆ ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.
Ταπεινή τῆ καρδίᾳ, μέ ὑψηλούς πάντα στόχους. Φιλάδελφος, φιλεύσπλαχνος καί φιλόστοργος ἐν τῆ ἀδελφότητι καί εἰς πάντα ἄνθρωπον. Βράχος ἀκλόνητος ἐν τῆ πίστει καί τῆ Ὀρθοδόξῳ Ὁμολογίᾳ. Κανών ἀρετῆς ἀκριβέστατος
».
Ἡ Ἔφορος Αἰμιλία Μπακούρου μεταξύ ἄλλων εἶπε:
«Στόν τομέα τόν ἀρχαιολογικό καί τόν καλλιτεχνικό, στάθηκε πρωτοπόρος μέ τό ἔργος της καί συνάδελφος στόν ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία τῶν ἀρχαίων, φύλακας, συντηρητής καί ἀρχαιολόγος μαζί. Ὅσοι ἐργαζόμαστε ἐδῶ, καταφεύγαμε πολλές φορές στή δική της ψυχική μεγαλωσύνη καί κατανόηση. Κατανοοῦσε καί κατηύθυνε, ἀλλά κυρίως μετέδιδε δύναμη. Μέ μοναδικό τρόπο μετέδιδε δύναμη σ’ ὅποιον κατέφευγε στό δικό της θάρρος. Νοιαζόταν γιά ὅλους, ἐντός κι ἐκτός τῶν τειχῶν καί γιά τά ἀνθρώπινά μας προβλήματα. Γι αὐτό ὁ θάνατός της θ’ ἀφήσει μεγάλο κενό. Αὐτό τό κενό καλοῦνται νά πληρώσουν οἱ παλαιότερες καί νέες ἀδελφές τῆς μονῆς. Συντριμένες σήμερα γιά τόν ἀποχωρισμό τῆς Ἡγουμένης τους, συσπειρωμένες αὔριο γύρω ἀπό τήν Παναγία τήν Παντάνασσα, ὅπως πάντα, ὅπως παλιά, θ’ ἀκολουθήσουν τήν ἴδια πορεία».
Ἡ τοπική ἐφημερίδα «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» ἔγραψε σχετικά (φ. 14. 12. 1990): «Μία σεβάσμια μορφή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνα πραγματικό κόσμημα τοῦ μοναδικοῦ βίου, ἔφυγε πρόσφατα ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Ἡ ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Παντανάσσης Μυστρᾶ Καλλινίκη Χριστάκου, εἰς ἡλικίαν 90 ἐτῶν ἐξεδήμησε πρός Κύριον καί ἐνεταφιάσθη στό κοιμητήριο τῆς μονῆς. Στήν τελευταία της κατοικία τήν συνόδευσαν πολλοί κάτοικοι τοῦ Μυστρᾶ καί τῆς εὑρύτερης περιοχῆς καί ἐπί τῆς σοροῦ της κατέθεσαν στεφάνους ἡ Ὑπηρεσία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, ἡ Ἐπιτροπή Ἀναστηλώσεως τῶν Μνημείων Μυστρᾶ καί οἱ φύλακες τῶν ἀρχαιοτήτων Μυστρᾶ…
Ἡ Ἡγουμένη Καλλινίκη γεννήθηκε στή Μαγούλα τῆς Σπάρτης καί ἀπό νεαρωτάτης ἡλικίας εἰσῆλθε στήν ὁλιγομελῆ - τότε - ἀδελφότητα τῆς Ἱ. Μ. Παντανάσσης, μέ ἀποκλειστικό σκοπό νά ἀφιερώσει τήν ζωή της στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τίς ἀπεριόριστες δυνατότητές της στήν ὑπηρεσία τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ. Γι αὐτό καί πέραν τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν καθηκόντων ἠσχολεῖτο μέ πάθος μέ τήν διατήρηση καί διάσωση τῶν ἀνεκτιμήτων ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Μυστρᾶ καί ἰδίως μέ τήν ἀποκάλυψη τῶν ἀριστουργηματικῶν τοιχογραφιῶν τῶν ἐκκλησιῶν του. Ἐκτός τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων της καί πέραν τῶν καλλιτεχνικῶν καί ἄλλων χρήσιμων δραστηριοτήτων της, ἀνέπτυξε καί πλούσια φιλανθρωπική δραστηριότητα, μέ σεμνό καί ἀθόρυβο τρόπο. Ἐπί 70 χρόνια ὑπῆρξε ἕνα ὁλοζώντανο κύτταρο τῆς θρησκείας, τῆς ἀνθρώπινης καλωσύνης καί τῆς ἀκάματης ἐργατικότητας
».
Τέλος τό Περιοδικό «ΚΗΡΥΞ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ» (φ. Ἰαν. 1991, σελ. 22), ἔκλεισε τό ἐπιμνημόσυνο ἀφιέρωμά του μέ τά ἀκόλουθα: «Ὡς Ὀρθόδοξος μοναχή διεκρίνετο διά τήν προσήλωσίν της καί τόν διάπυρον αὐτῆς ζῆλον εἰς τήν γλυκυτάτην Ὀρθοδοξίαν, τόν ἔνθεον αὐτῆς ἔρωτα, τήν ἀγάπην διά τό μοναστήρι της, τόν σεβασμόν πρός τίς Γερόντισσές της, τήν ἀγάπην της πρός τίς ἀδελφές, τήν στοργήν της πρός τά πνευματικά της τέκνα καί τόν ἱεραποστολικόν της ζῆλον, διότι πολλάς ψυχάς ὡδήγησε εἰς τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν διά τοῦ λαμπροῦ της παραδείγματος, τῆς ἐμμονῆς της εἰς τήν πατρώαν πίστιν καί εὐσέβειαν καί διά τοῦ πειστικοῦ της λόγου καί τῆς καθαρᾶς της προσευχῆς».

Τῆς ἀοιδήμου Γεροντίσσης ΚΑΛΛΙΝΙΚΗΣ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου