Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ΜΑΤΘΑΙΟΣ Α’ (+ 1950)
Ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν 20ό αἰ.
Σημείωσις: Περί τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ματθαίου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, τοῦ Νέου Ὁμολογητοῦ, ἐκπονεῖται εἰδική μελέτη, στά πλαίσια τῶν ἐρευνητικῶν ἐργασιῶν τοῦ Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν "Ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής".Ἐκεῖ ἀναφέρονται ἐκτενῶς τά τοῦ Βίου, τῆς ἀσκήσεως, τῆς ὑπηρεσίας πρός τήν Ἐκκλησία καί τῶν θαυμάτων, ἐν ζωῆ καί μετά θάνατον.
Μία τῶν μεγαλυτέρων ἐκκλησιαστικῶν μορφῶν τοῦ 20ου αἰ. Ἀσκητής στήν ἔρημο τοῦ Ἄθωνα, ἀπό τούς πλέον γνωστούς Ἁγιορείτες Πνευματικούς, ἱδρυτικό μέλος τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, κτίτορας Μονῶν καί Μοναστικός Πατέρας, στυλοβάτης τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς Ἱερομόναχος, Ἐπίσκοπος Βρεσθένης (1935 – 1949) καί Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1949 – 1950), θαυματουργός πρό καί μετά θάνατον, Μυροβλύτης καί Ἰαματικός, Νέος Ὁμολογητής καί Ἅγιος.
Γεννήθηκε στήν Πενέθυμο Κισσάμου Κρήτης τήν 1η Μαρτίου 1861 καί ἦταν γιός τοῦ Ἱερέως Χαραλάμπους Καρπαθάκη καί τῆς Πρεσβυτέρας Κυριακῆς. Δέκατο τέκνο τῆς εὐσεβοῦς Ἱερατικῆς οἰκογενείας, κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Γεώργιος.
Προερχόταν ἀπό κατά παράδοση Ἱερατική οἰκογένεια (ὁ πατέρας του ἦταν ὁ 68ος γνωστός κληρικός τῆς οἰκογενείας του, ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του 69ος καί ὁ ἴδιος 70ος !. Ἤδη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐκδήλωσε ζωηρό τό ἐνδιαφέρον γιά τήν πνευματική ζωή. Ἔστι, ὅταν σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα, ἡ Πρεσβυτέρα μητέρα του καί ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του (ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἱερωθεῖ), κάμφηκαν μπροστά στήν ἐπιμονή του καί τόν ὁδήγησαν στήν Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς Χανίων.
Ὡς φιλομαθής ὅπου ἦταν, μαζί μέ τήν διακονία πού τοῦ ἀνατέθηκε, παρακολούθησε καί τό σχολείο τῆς Μονῆς καί ἡ καθημερινή του τέρψη καί ἐνασχόληση ἦταν ἡ μελέτη τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν βίων τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι γέννησαν στήν ψυχή του τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, ἀλλά καί τοῦ μαρτυρίου ὑπέρ Χριστοῦ!
Ὁ τότε Ἐπίσκοπος Κυδωνίας, βλέποντας τό ἦθος καί τόν ζῆλο τοῦ νεαροῦ δοκίμου, θέλησε νά τόν πάρει κοντά του, γιά νά συνεχίσει τίς σπουδές του καί νά προετοιμαστεῖ γιά τήν Ἱερωσύνη. Ὅμως, τό 1876 ο νεαρός Γεώργιος ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου (ὅπου ἤκμαζε μεγάλη Κρητική κοινότητα), γιά νά παρακολουθήσει Γυμνασιακές σπουδές, ἀφοῦ στήν Τουρκοκρατούμενη Κρήτη δέν ὑπῆρχε Γυμνάσιο. Ἐκεῖ φοίτησε στό Ἑλληνικό Γυμνάσιο, ἐργαζόμενος παράλληλα καί σ’ ἕνα φαρμακεῖο.
Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του στό Ἑλληνικό Γυμνάσιο Ἀλεξανδρείας πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου φοίτησε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, προστατευόμενος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τόν ἐκτίμησε ἰδιαίτερα. Στή σχολή φοίτησε ἐπί πενταετία καί εἶχε συσπουδαστές τούς μετέπειτα Οἰκουμενιστές καί καινοτόμους Μελέτιο Μεταξάκη καί Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Παράλληλα ἀσχολήθηκε μέ τήν ἁγιογραφία.
Ἀπό τήν Σχολή ἀποφοίτησε τό 1885 καί χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Νικόδημο. Γιά ἕνα ἔτος ἐφημέρευσε στόν Πανάγιο Τάφο καί γεύθηκε τήν γλυκύτητα τῆς ἡσυχίας καί τῆς μονώσεως στό Ὄρος Σινᾶ (ὅπου κατέλειπε μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου) καί στήν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης.
Φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς ἡσυχίας, τήν 30η Ἀπριλίου 1886 ἀνεχώρησε μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Νικοδήμου γιά τό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ὑποτάχθηκε στόν ἐνάρετο καί αὐστηρό Γέροντα Νεκτάριο, στήν Σκήτη τῆς ἁγ. Ἄννης. Ὁ μακάριος αὐτός Γέροντας, ἐκτιμήσας τούς κόπους καί τήν ἄθληση τοῦ νεαροῦ δοκίμου, ἀλλά καί τίς συστάσεις τοῦ Πατριάρχου Νικοδήμου, τόν ἔκηρε Μεγαλόσχημο Μοναχό μέ τό ὄνομα Ματθαῖος, τήν 26η Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους 1886. Ἔκτοτε ὁ Μεγαλόσχημος Ἱεροδιάκονος Ματθαῖος ἐπιδόθηκε μέ μεγαλύτερο ζῆλο στήν ἀσκητική ζωή.
Τήν 26η Ἰουλίου 1893 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στήν Ἱερά Μονή ὁσ. Γρηγορίου καί στή συνέχεια καί ἐπί πολλά χρόνια κατεστάθη Πνευματικός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας καί τῶν ἐξαρτημάτων της στήν Ἀθωνιτική ἔρημο.
Τόν Ἰούνιο τοῦ 1910 ἐξορίστηκε ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, ἐπειδή ἄσκησε ἔλεγχο σέ ἕνα ἀτόπημα τῶν Ἀνακτόρων, τόν γάμο δηλαδή τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου μέ τήν Γερμανίδα Πριγκίπισσα Σοφία, χωρίς προηγουμένως νά βαπτιστεῖ κατά τά προβλεπόμενα τῆς Ὀρθοδοξίας. Κατά τήν περίοδο αὐτή, μέ ὁρμητήριο τήν Ἱερά Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς (Ἁγία Μονή) Πρόνοιας Ναυπλίου, περιώδευε ἱεραποστολικῶς τήν Πελοπόννησο, κηρύττων τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐξομολογῶν τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Τήν ἴδια περίοδο γνωρίστηκε μέ τόν τότε Διευθυντή τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν, ἅγ. Νεκτάριο Μητροπ. Πενταπόλεως, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος ἦταν εὑρύτατα διαδεδομένη. Οἱ δύο ἄνδρες συνδέθηκαν ἔκτοτε μέ πνευματική φιλία, μεταξύ τους δέ ὑπῆρξε καί ἀλληλογραφία. Μάλιστα ὁ ἅγ. Νεκτάριος, ἐκτιμήσας τόν χαρακτῆρα του, τόν χειροθέτησε Ἀρχιμανδρίτη καί τοῦ χάρισε ἕνα ἐπιγονάτιό του (σήμερα φυλάσσεται στό Δεσποτικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας).
Κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης αὐτῆς ἐξορίας του, τό 1911 καί γιά 14 μῆνες, ἐπισκέφθηκε καί πάλι τά Πανάγια Προσκυνήματα τῆς Παλαιστίνης. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του ἐγκαταστάθηκε στήν ἱστορική Λαύρα τοῦ ἁγ. Σάββα, τῆς ὁποῖας μελέτησε τό Τυπικό, τό ὁποῖο ἀργότερα καθιέρωσε στίς μονές του.
Στό Ἅγιο Ὄρος ἐπέστρεψε τό 1912 καί ἐγκαταβίωσε σέ κελλί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας (12η Σεπτεμβρίου), ὅπου πρόσθεσε ἄσκηση ἐπί τῆς ἀσκήσεως, προσευχή ἐπί τῆς προσευχῆς, νηστεία ἐπί τῆς νηστείας καί ἀσκλητικούς ἀγώνες ἐπί τῶν ἀγώνων καί κατέστη δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Γιά τήν ἀρετή του τό 1916 ψηφίσθηκε Προϊστάμενος τοῦ Μετοχίου τῆς Ἀναλήψεως Βύρωνος, μέσῳ τοῦ ὁποίου μεταλαμπάδευσε τό πνευματικό ἰδεῶδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν Ἀθήνα. Ὁ πύρινος ζῆλος του καί ὁ χαρισματικός λόγος του σαγήνευσαν ψυχές καί τίς ὁδήγησαν στόν Χριστό. Οἱ ἀγρυπνίες στό μετόχι ἔμειναν ἱστορικές. Τότε δημιουργήθηκε γύρω του μία μικρή συνοδεία εὐλαβῶν νεανίδων, οἱ ὁποίες ἀργότερα ἀποτέλεσαν τόν πυρήνα τῆς Ἱ.Μ. Παναγίας Κερατέας (1927).
Εὑρισκόμενος στήν Ἀθήνα κατά τήν περίοδο τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ, ἀναμίχθηκε «ὡς μή ὄφειλε» στή διένεξη, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξοριστεῖ τό 1922 στήν Ἱερά Μονή Ζερμπίτσας Σπάρτης, τήν ὁποία καί πάλι χρησιμοποίησε σάν κέντρο τῆς ἱεραποστολῆς του στήν Πελοπόννησο. Τότε συνδέθηκε καί μέ τήν Ἱερά Μονή Παντανάσσης Μυστρᾶ καί γοητευμένος ἀπό τήν ὀμορφιά καί ἱστορικότητα τοῦ χώρου, θέλησε νά ἱδρύσει ἐκεῖ μονή, ἀλλά προσέκρουσε στήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία (τήν μονή του ἵδρυσε ἀργότερα, τό 1927, στήν Κερατέα Ἀττικῆς).
Στό Ἅγιο Ὄρος ἐπέστρεψε τό 1923 καί ἐγκαταβίωσε στό ἐρημητικό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Μηνᾶ, στήν περιοχή τῆς Βίγλας, ὅπου συνέχισε τήν ἄσκησή του μαζί μέ μικρή συνοδεία ἀδελφῶν. Κατά τήν περίοδο αὐτή συνήθιζε νά καταφεύγει γιά περισσότερη ἡσυχία καί μόνωση σέ ἕνα σπήλαιο, ὅπου προσηύχετο δεμένος μέ ἁλυσίδα ἀπό ἕνα δοκάρι πού εἶχε τοποθετήσει στήν ὀροφή, σέ μία προσπάθεια νά ὑπερνικήσει τήν ἀνάγκη τοῦ ὕπνου! Στό σπήλαιο αὐτό ἀγωνιζόμενος ἔγινε δέκτης πολλῶν ὑπεφυῶν ἀποκαλύψεων καί Ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν, ἐλεήθηκε δέ μέ τό προορατικό καί διορατικό χάρισμα.
Ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ἔφυγε ὁριστικά τό 1926, μετά τήν ἐπιβολή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου (1924), γιά νά στηρίξει τούς ἀγωνιζομένους πιστούς στήν γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν πνευματική ζωή. Ὅμως τό Ἅγιο Ὄρος - ὅπως καί ἡ ἰδιαιτέρα του πατρίδα Κρήτη καί οἱ Ἅγιοι Τόποι - εἶχε σημαδέψει γιά πάντα τήν ψυχή του, ἔτσι καί σάν Ἱερομόναχος - Ἀρχιμανδρίτης, ἀλλά καί σάν Ἐπίσκοπος, ὑπέγραφε πάντα σάν «Κρής Ἁγιορείτης Προσκυνητής».
Τό 1927 ἵδρυσε στήν Κερατέα Ἀττικῆς τήν γυναικεία Ἱ. Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, πρός τιμήν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ἡ Μονή αὐτή ἔμελλε νά ἐξελιχθεῖ σέ πνευματικό καί διοικητικό (κατά τις πρώτες δεκαετίες) κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ ἀδελφότητα ἔφθασε τίς 400 μοναχές! Ἐκεῖ δημιουργήθηκε ἡ πρώτη κατακόμβη τῆς μετά τό 1924 ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τό ἱστορικό καί κατανυκτικό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Μηνᾶ, στό ὁποῖο στή συνέχεια πραγματοποιήθηκαν πολλές Ἐπικσοπικές χειροτονίες τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Στήν Ἱερά Μονή Παναγίας καί στό Παρεκκλήσιο τῆς ἁγ. Μαρίνης, πραγματοποιήθηκαν τό 1935 οἱ πρῶτες Ἐπισκοπικές χειροτονίες τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., ἀπό τούς Μητροπολίτες Δημητριάδος Γερμανό, πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο καί Ζακύνθου Χρυσόστομο. Τότε, μεταξύ τῶν τεσσάρων νεοχειροτονηθέντων Ἐπισκόπων, χειροτονήθηκε καί ὁ ἀρχιμ. Ματθαῖος σέ Ἐπίσκοπο Βρεσθένης.
Τό 1934 ἵδρυσε τήν ἀνδρική Μονή Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ, ἡ ὁποία ἔμελλε νά ἀναδειχθεῖ πνευματικό Πανεπιστήμιο καί φυτώριο Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.
Ἀρχικά (πρίν τό 1935) βοηθούμενος ἀπό τόν ἀγωνιστή καί ζηλωτή κληρικό Ἰωακείμ Μπουρελάκη ἀπό τήν Ἄρτα καί στή συνέχεια ἀπό κληρικούς πού χειροτόνησε ὁ ἴδιος ἤ προσχώρησαν στήν Γνησία Ὀρθοδοξία ἐμπνεόμενοι ἀπό τό παράδειγμά του καί τόν ὁμολογιακό του λόγο, διεξήγαγε ἕναν πολυμέτωπο ἀγῶνα σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα μέ σκοπό τήν διάδοση τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας, στή διαμόρφωση καί διατύπωση τῆς ὁποίας εἶχε καί ὁ ἴδιος συντελέσει τά μέγιστα.
Συνεργαζόμενος μέ τούς κατά τόπους ὑπευθύνους τῶν ἐνοριῶν καί τῶν παραρτημάτων καί βοηθούμενος ἀπό τούς πιστούς Ὀρθοδόξους, ἵδρυσε περί τούς 35 Ἱερούς Ναούς, ἐνῶ ἐνθάρρυνε καί τήν ἵδρυση Μονῶν (λ.χ. τῶν Μονῶν ἁγ. Ταξιαρχῶν καί Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων τοῦ Γέροντος Μωϋσέως Τρυπητινία καί τῆς Μονῆς ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας τοῦ ἀρχιμ. Μηνᾶ Βρεττοῦ).
Ὁ ρόλος τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου γιά τήν ἐξέλιξη τῶν ἱστορικῶν πραγμάτων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπῆρξε μοναδικός, κυρίως μετά τήν κατά τό 1937 ἔκπτωση ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας τοῦ 1935 τῶν τριῶν ἐπιστρεψάντων ἀπό τῆς καινοτομίας Ἀρχιερέων, ἀλλά καί δύο ἀπό τούς νεοχειροτονηθέντες (τῶν Διαυλείας Πολυκάρπου καί Μεγαρίδος Χριστοφόρου), ἀλλά καί τήν ἐπίσης ἔκπτωση τό 1942 τοῦ μέχρι τότε συνεργάτη του Ἐπισκόπου Κυκλάδων Γερμανοῦ.
Τό ἱστορικό ἔτος 1948, «γέρων καί εἰς τάς δυσμάς τοῦ βίου του, διά νά μή παρακωλυθῆ τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἔλλειψιν Ἐπισκόπων, ὅπως ἐπεδίωκον καί ὁ Νεοημερολογητισμός καί οἱ Φλωρινικοί», «ψήφῳ Κλήρου καί λαοῦ», προέβη μόνος, καθ’ ὑπέρβασιν τοῦ σχετικοῦ Κανόνος, στή χειροτονία Ἐπισκόπου (τοῦ Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνος, γιά τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Κύπρου) καί στή συνέχεια μέ τήν σύμπραξή του στήν χειροτονία ἄλλων τριῶν (τῶν Πατρῶν Ἀνδρέου, Θεσσαλονίκης Δημητρίου καί Κορινθίας Καλλίστου), ἀνασυγκροτήσας τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. τήν Ὁποία εἶχε διαλύσει τό Σχίσμα τοῦ 1937.
Ἡ
Ἀριστερά: Θεοφάνεια 1949 στό Φαληρικό Δέλτα. Ὁ ἀοίδημος Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων Θεσσαλονίκης Δημητρίου (ἀριστερά) καί Κορινθίας Καλλίστου (δεξιά). Στό ἄκρο δεξιά ὁ Πρωτοσύγκελλος Πρωθιερεύς Εὐγένιος Τόμπρος. Δεξιά: Οἱ 4 χειροτονηθέντες τό 1948 Ἀρχιερεῖς ὑπό τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου. Ἀπό ἀριστερά πρός τά δεξιά οἱ Ἐπίσκοποι Θεσσαλονίκης Δημήτριος, Τριμυθοῦντος Σπυρίδων, Πατρῶν Ἀνδρέας καί Κορινθίας Κάλλιστος (κατά τό 40ήμερο Μνημόσυνο τοῦ Ἁγίου Πατρός, Ἰούνιος 1950).
Ἡ χειροτονία Ἐπισκόπων τό 1948 ἦταν μία πράξη ὕψιστης εὐθύνης καί ἀπόλυτης συνέπειας τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου πρός τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ὁμολογία - Ἐκκλησιολογία καί ἐκ τῶν ὑστέρων κρινομένη μέ κριτήρια αὐστηρῶς ἱστορικῆς ἀντικειμενικότητος πράξη ἀπολύτως ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη γιά τήν ἱστορική συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.
Τό 1949 ὁ Ἐπίσκοπος Ματθαῖος ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ὁ πρῶτος μετά τό Νεοημερολογητικό Σχίσμα τοῦ 1924. Τό ἴδιο ἔτος 1949 ἀναθεμάτισε Συνοδικῶς τήν Μασονία.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 14η Μαΐου 1950, πλήρης ἡμερῶν καί ἔργων, σέ ἡλικία 89 ἐτῶν, στό ἱστορικό μετόχι τῆς ὁδοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου 71 στήν Ἀθήνα, ὅπου ἐνοσηλεύετο λόγῳ ἡλικίας καί γήρατος. Τά τέλη του ὑπῆρξαν ὁσιακά. Πρίν παραδώσει τήν μακαρία του ψυχή στόν Νυμφίο του Χριστό, φάνηκε νά τελεῖ ἐπί τοῦ στήθους του τήν Θεία Λειτουργία καί νά κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων!!! Στή συνέχεια καί ἀφοῦ τελείωσε τό κομποσχοίνι του, τό παρέδωσε στήν παρευρισκομένη Καθηγουμένη τῆς Μονῆς Παναγίας Γερόντισσα Μαριάμ καί ἐξέπνευσε.
Τό τίμιο Λείψανό του, καθαγιασμένο ἀπό τούς ἀσκητικούς ἀγώνες, τά δάκρυα καί τήν κακοπάθεια (μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του φοροῦσε κατάσαρκα γιά νά ὑποπιάζει τό σῶμα του ἕνα τρίχινο σάκκο καί τίς ἁλυσίδες πού χρησιμοποιοῦσε στό Ἅγιο Ὄρος!), ἐκτέθηκε σέ τριήμερο προσκήνυμα στό Δεσποτικό τῆς Μονῆς Παναγίας, ὅπου παρά τήν ζέστη παρέμεινε ἀνέπαφο, εὔκαμπτο καί εὐχάριστο στήν ὄψη. Μάλιστα τότε τελέστηκε Ἁγιασμός καί τό νερό εὐλογήθηκε μέ τό χέρι τοῦ τριημέρου κεκοιμημένου Ἀρχιερέως! (Ὁ Ἁγιασμός αὐτός σώζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, ἄσηπτος μετά ἀπό 60 χρόνια! καί θαυματουργός).
Τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τῆς κοιμήσεώς του παραχωρήθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ μυροβλυσία τοῦ τιμίου του Λειψάνου. Θρόμβοι ἰδρώτα ἐμφανίστηκαν στό πρόσωπο καί τούς κροτάφους του! ἐνῶ τό ὑγρό αὐτό γέμισε καί τά ὑποδήματά του! (Παρόμοιο περιστατικό μαρτυρεπιται στόν Βίο τῆς ὁσ. Ἑλένης τοῦ Καυκάσου). Τό ὑγρό αὐτό θαυματούργησε καί συνεχίζει νά θαυματουργεῖ, σύμφωνα μέ τήν ἔγκυρη καί ἀναμφισβήτητη μαρτυρία αὐτοπτῶν μαρτύτων.
Τῆς κηδείας του προέστη ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων, συνευχομένων τῶν Σεβ. Ἐπισκόπων Πατρῶν Ἀνδρέου καί Θεσσαλονίκης Δημητρίου, δεκάδων Κληρικῶν καί μοναχῶν καί κυριολεκτικῶς χιλιάδων πιστῶν ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Τόν ἐπικήδειο λόγο ἐκφώνησε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πρωθιερεύς Εὐγένιος Τόμπρος.
Ἐνταφιάστηκε στό κέντρο τοῦ Παρθενῶνος τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα ὁ τάφος του. Μετά τήν ἀνακομιδή του τά Λείψανά του κατατέθηκαν σέ λάρνακα καί φυλάσσονται στό Δεσποτικό τῆς Μονῆς, δεχόμενα ἐκεῖ τήν προσκύνηση τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν.
Ὑπάρχουν σοβαρές καί ἀξιόπιστες μαρτυρίες γιά μετά θάνατον ἐμφανίσεις του (μέ τίς ὁποίες κυρίως ὁδήγησε καλοπροαίρετες ψυχές στή Γνησία Ἐκκλησία), ἀλλά καί γιά «διά πρεσβειῶν του» θεραπείες ἀσθενῶν.
Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δέχεται τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ματθαῖο ὡς Ἅγιο καί Ὁμολογητή καί ὡς Ἅγιο καί Ὁμολογητή τόν τιμᾶ, κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἤδη ἐνῶ ἦταν στή ζωή, ὁ ἅγιος βίος του, τά ἁγιοπνευματικά του χαρίσματα, οἱ προφητικές του ρήσεις καί τά σημεῖα πού οἰκονομοῦσε δι’ εὐχῶν του ὁ Θεός, τοῦ προσέδωσαν τήν ἐπωνυμία τοῦ Ἁγίου Πατρός.
Μετά θάνατον φιλοτεχνήθηκαν εἰκόνες του, φιλοπονήθηκε εἰδική Ἀκολουθία, ἡ μνήμη του ἐτιμᾶτο πανηγυρικῶς στή Μονή Παναγίας, τά Λείψανά του ἐκτίθενται σέ προσκύνηση καί λιτανεύονται κατά τίς πανηγύρεις καί ναοί ἀφιερώθηκαν στή μνήμη του καί ἐγκαινιάσθηκαν πρός τιμήν του.
Τήν 25η Νοεμβρίου 2009, ἡ ὑπό τόν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκο Ἱερά Πανορθόδοξος Σύνοδος τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας - στήν Ὁποία ἐκπροσωποῦνται πέντε τοπικές Ἐκκλησίες (Ἀλεξανδρείας, Κύπρου, Ρωσίας, Ἑλλάδος καί Ρουμανίας) - συνεδρευόντων τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Βράντσεα (Ρουμανίας) κ. Γεροντίου (ἐκπροσώπου καί τοῦ Σεβ. Ἐπισκόπου Μπακάου κ. Κασσιανοῦ), Κένυας κ. Ματθαίου, Κιέβου κ. Σεραφείμ καί Κιτίου κ. Παρθενίου, προέβη στήν διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τῶν τριῶν Νέων Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν 20ό αἰ. ἤτοι (χρονολογικῶς) τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου τοῦ Καυκάσου (Ἱερομονάχου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, + 1948) τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ματθαίου (+ 1950), καί τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου (Ἱερομονάχου, Ρουμανικῆς καταγωγῆς, + 1960).
Ἡ Ἱερά Σύνοδος διαπιστώσασα τήν ὁμολογουμένη ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τούς ποιμένες καί τούς ποιμενομένους, ἁγιότητα τῶν ἱερῶν αὐτῶν προσώπων, ἁγιότητα «μαρτυρουμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ διά σημείων, θαυμάτων, ἀκόμη καί ἀφθαρσίας Λειψάνου» (τοῦ ἁγ. Ἰωάννου) καί ὁμολογουμένη «ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος», διακήρυξε καί ἐπισήμως τήν ἁγιότητά τους καί ἀποφάσισε τήν ἀναγραφή τους στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.
Μάλιστα, τήν 27η Νοεμβρίου 2009, κατά τά ἐγκαίνια τοῦ Ἱ. Ναοῦ Παναγίας Παραμυθίας (τοῦ ὁμωνύμου Ἡσυχαστηρίου Ἀχαρνῶν Ἀττικῆς), παρόντων καί συμμετεχόντων τεσσάρων Συνοδικῶν Ἀρχιερέων (τῶν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κηρύκου, Κένυας κ. Ματθαίου, Κιέβου κ. Σεραφείμ καί Κιτίου κ. Παρθενίου), ἡ Ἁγία Τράπεζα καθαγιάσθηκε καί «ἐπ’ ὀνομάτι καί εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Τριῶν Νέων Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν 20ό αἰ., Ματθαίου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Θεοδοσίου τοῦ Καυκάσου καί Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου, τοῦ Ρουμάνου».
Τό 1949 ὁ Ἐπίσκοπος Ματθαῖος ἀναδείχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ὁ πρῶτος μετά τό Νεοημερολογητικό Σχίσμα τοῦ 1924. Τό ἴδιο ἔτος 1949 ἀναθεμάτισε Συνοδικῶς τήν Μασονία.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 14η Μαΐου 1950, πλήρης ἡμερῶν καί ἔργων, σέ ἡλικία 89 ἐτῶν, στό ἱστορικό μετόχι τῆς ὁδοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου 71 στήν Ἀθήνα, ὅπου ἐνοσηλεύετο λόγῳ ἡλικίας καί γήρατος. Τά τέλη του ὑπῆρξαν ὁσιακά. Πρίν παραδώσει τήν μακαρία του ψυχή στόν Νυμφίο του Χριστό, φάνηκε νά τελεῖ ἐπί τοῦ στήθους του τήν Θεία Λειτουργία καί νά κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων!!! Στή συνέχεια καί ἀφοῦ τελείωσε τό κομποσχοίνι του, τό παρέδωσε στήν παρευρισκομένη Καθηγουμένη τῆς Μονῆς Παναγίας Γερόντισσα Μαριάμ καί ἐξέπνευσε.
Τό τίμιο Λείψανό του, καθαγιασμένο ἀπό τούς ἀσκητικούς ἀγώνες, τά δάκρυα καί τήν κακοπάθεια (μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του φοροῦσε κατάσαρκα γιά νά ὑποπιάζει τό σῶμα του ἕνα τρίχινο σάκκο καί τίς ἁλυσίδες πού χρησιμοποιοῦσε στό Ἅγιο Ὄρος!), ἐκτέθηκε σέ τριήμερο προσκήνυμα στό Δεσποτικό τῆς Μονῆς Παναγίας, ὅπου παρά τήν ζέστη παρέμεινε ἀνέπαφο, εὔκαμπτο καί εὐχάριστο στήν ὄψη. Μάλιστα τότε τελέστηκε Ἁγιασμός καί τό νερό εὐλογήθηκε μέ τό χέρι τοῦ τριημέρου κεκοιμημένου Ἀρχιερέως! (Ὁ Ἁγιασμός αὐτός σώζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, ἄσηπτος μετά ἀπό 60 χρόνια! καί θαυματουργός).
Τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τῆς κοιμήσεώς του παραχωρήθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ μυροβλυσία τοῦ τιμίου του Λειψάνου. Θρόμβοι ἰδρώτα ἐμφανίστηκαν στό πρόσωπο καί τούς κροτάφους του! ἐνῶ τό ὑγρό αὐτό γέμισε καί τά ὑποδήματά του! (Παρόμοιο περιστατικό μαρτυρεπιται στόν Βίο τῆς ὁσ. Ἑλένης τοῦ Καυκάσου). Τό ὑγρό αὐτό θαυματούργησε καί συνεχίζει νά θαυματουργεῖ, σύμφωνα μέ τήν ἔγκυρη καί ἀναμφισβήτητη μαρτυρία αὐτοπτῶν μαρτύτων.
Τῆς κηδείας του προέστη ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων, συνευχομένων τῶν Σεβ. Ἐπισκόπων Πατρῶν Ἀνδρέου καί Θεσσαλονίκης Δημητρίου, δεκάδων Κληρικῶν καί μοναχῶν καί κυριολεκτικῶς χιλιάδων πιστῶν ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Τόν ἐπικήδειο λόγο ἐκφώνησε ὁ Πρωτοσύγκελλος Πρωθιερεύς Εὐγένιος Τόμπρος.
Ἐνταφιάστηκε στό κέντρο τοῦ Παρθενῶνος τῆς Μονῆς, ὅπου καί σήμερα ὁ τάφος του. Μετά τήν ἀνακομιδή του τά Λείψανά του κατατέθηκαν σέ λάρνακα καί φυλάσσονται στό Δεσποτικό τῆς Μονῆς, δεχόμενα ἐκεῖ τήν προσκύνηση τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν.
Ὑπάρχουν σοβαρές καί ἀξιόπιστες μαρτυρίες γιά μετά θάνατον ἐμφανίσεις του (μέ τίς ὁποίες κυρίως ὁδήγησε καλοπροαίρετες ψυχές στή Γνησία Ἐκκλησία), ἀλλά καί γιά «διά πρεσβειῶν του» θεραπείες ἀσθενῶν.
Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δέχεται τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ματθαῖο ὡς Ἅγιο καί Ὁμολογητή καί ὡς Ἅγιο καί Ὁμολογητή τόν τιμᾶ, κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἤδη ἐνῶ ἦταν στή ζωή, ὁ ἅγιος βίος του, τά ἁγιοπνευματικά του χαρίσματα, οἱ προφητικές του ρήσεις καί τά σημεῖα πού οἰκονομοῦσε δι’ εὐχῶν του ὁ Θεός, τοῦ προσέδωσαν τήν ἐπωνυμία τοῦ Ἁγίου Πατρός.
Μετά θάνατον φιλοτεχνήθηκαν εἰκόνες του, φιλοπονήθηκε εἰδική Ἀκολουθία, ἡ μνήμη του ἐτιμᾶτο πανηγυρικῶς στή Μονή Παναγίας, τά Λείψανά του ἐκτίθενται σέ προσκύνηση καί λιτανεύονται κατά τίς πανηγύρεις καί ναοί ἀφιερώθηκαν στή μνήμη του καί ἐγκαινιάσθηκαν πρός τιμήν του.
Τήν 25η Νοεμβρίου 2009, ἡ ὑπό τόν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκο Ἱερά Πανορθόδοξος Σύνοδος τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας - στήν Ὁποία ἐκπροσωποῦνται πέντε τοπικές Ἐκκλησίες (Ἀλεξανδρείας, Κύπρου, Ρωσίας, Ἑλλάδος καί Ρουμανίας) - συνεδρευόντων τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Βράντσεα (Ρουμανίας) κ. Γεροντίου (ἐκπροσώπου καί τοῦ Σεβ. Ἐπισκόπου Μπακάου κ. Κασσιανοῦ), Κένυας κ. Ματθαίου, Κιέβου κ. Σεραφείμ καί Κιτίου κ. Παρθενίου, προέβη στήν διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τῶν τριῶν Νέων Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν 20ό αἰ. ἤτοι (χρονολογικῶς) τοῦ ἁγ. Θεοδοσίου τοῦ Καυκάσου (Ἱερομονάχου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, + 1948) τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ματθαίου (+ 1950), καί τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου (Ἱερομονάχου, Ρουμανικῆς καταγωγῆς, + 1960).
Ἡ Ἱερά Σύνοδος διαπιστώσασα τήν ὁμολογουμένη ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τούς ποιμένες καί τούς ποιμενομένους, ἁγιότητα τῶν ἱερῶν αὐτῶν προσώπων, ἁγιότητα «μαρτυρουμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ διά σημείων, θαυμάτων, ἀκόμη καί ἀφθαρσίας Λειψάνου» (τοῦ ἁγ. Ἰωάννου) καί ὁμολογουμένη «ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος», διακήρυξε καί ἐπισήμως τήν ἁγιότητά τους καί ἀποφάσισε τήν ἀναγραφή τους στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.
Μάλιστα, τήν 27η Νοεμβρίου 2009, κατά τά ἐγκαίνια τοῦ Ἱ. Ναοῦ Παναγίας Παραμυθίας (τοῦ ὁμωνύμου Ἡσυχαστηρίου Ἀχαρνῶν Ἀττικῆς), παρόντων καί συμμετεχόντων τεσσάρων Συνοδικῶν Ἀρχιερέων (τῶν Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κηρύκου, Κένυας κ. Ματθαίου, Κιέβου κ. Σεραφείμ καί Κιτίου κ. Παρθενίου), ἡ Ἁγία Τράπεζα καθαγιάσθηκε καί «ἐπ’ ὀνομάτι καί εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν Τριῶν Νέων Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν 20ό αἰ., Ματθαίου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Θεοδοσίου τοῦ Καυκάσου καί Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου, τοῦ Ρουμάνου».
Τοῦ ἀοιδήμου Προμάχου καί Στυλοβάτου τῆς Ὀρθοδοξίας,
τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ΜΑΤΘΑΙΟΥ Α’
εἴη Αἰωνία ἡ Μνήμη
καί
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ ΜΑΤΘΑΙΕ πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου