Ἀρχιμανδρίτης ΙΩΑΣΑΦ ΑΝΑΓΝΟΥ (+ 1987)
Προϊστάμενος Ἱ. Μ. ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας
Προϊστάμενος Ἱ. Μ. ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας
Ἕνας τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί τῆς Ἑλλάδος,τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος, ἥρωας τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά κόσμον Βασίλειος Ἀνάγνου, γεννήθηκε τό 1920 στούς Φιλιάδες Δομοκοῦ Φθιώτιδος, ὅπου διδάχθηκε τά ἐγκύκλια γράμματα. Τήν στρατιωτική του θητεία ὑπηρέτησε κατά τόν Ἑλληνο-Ἰταλικό Πόλεμο, ὅπου παρασημοφορήθηκε δύο φορές «ἐπ’ ἀνδραγαθίᾳ». Μετά τό τέλος τοῦ πολέμου, στρατεύθηκε οἰκειοθελῶς στό μοναχικό στράτευμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου διακρίθηκε γιά τούς πνευματικούς του ἀγώνες, χωρίς ὅμως νά βραβευθεῖ ἀπί τῆς γῆς, ἀλλά ἀναμένοντας τά ἄνωθεν βραβεῖα κατά τήν Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία.
Στήν ὄμορφη ἡλικία τῶν 23 ἐτῶν, ἐντάχθηκε στήν τότε νεοσύστατη Μονή ἁγ. Ἄννης Λυγαριᾶς Λαμίας, ὑπό τόν Καθηγούμενο ἀρχιμ. Μηνᾶ Βρεττό (+ 1988). Ἀγωνιζόμενος στό μοναχικό στάδιο διακρίθηκε γιά τίς ἀρετές του καί σύντομα δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα, μετονομασθείς σέ Ἰωάσαφ μοναχό.
Κατά τήν περίοδο 1950 - 56, ὑπέστη καί ἀυτός μαζί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς καί τόν Γέροντά του, τόν σκληρό διωγμό τοῦ νεοημ. Μητροπ. Φθιώτιδος Ἀμβροσίου, σύρθηκε στά δικαστήρια, καταδικάστηκε, ἀποσχισματίστηκε καί ἐκδιώχθηκε ἀπό τήν μετάνοιά του, ἀπό τήν ὁποία ὅμως - σέ πεῖσμα τῶν διωκτῶν - ποτέ δέν ἀπομακρύνθηκε.
Φύσει φιλέρημος καί διακρινόμενος καί γιά τό ποιητικό του τάλαντο, στό ὡραῖο καί ἡσυχαστικό φυσικό περιβάλλον τῆς μονῆς του, παρά τίς δυσκολίες τοῦ μοναχικοῦ βίου καί τήν στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, εὕρισκε τήν εὐκαιρία νά συνθέτει στίχους. Τήν περίοδο αὐτή δημοσίευσε τήν πρώτη του ποιητική συλλογή, στήν ὁποία διακρίνει κανείς τά βαθειά πατριωτικά καί θρησκευτικά του αἰσθήματα. Ἀργότερα συνέγραψε καί δημοσίευσε καί ἕνα βιβλίο ἀγωνιστικοῦ περιεχομένου, μέ τόν τίτλο «Βίγλα Ὀρθοδοξίας», στό ὁποῖο καταγράφεται ἡ ἀγωνία του γιά τήν τρέχουσα (τότε) ἐκκλησιαστική κατάσταση.
Τήν Ἱερωσύνη δέχθηκε τό 1961. Χειρονήθηκε ἀπό τόν τότε Ἐπίσκοπο Πατρῶν καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἀνδρέα, στήν Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ. Ἔκτοτε ὑπηρέτησε σάν ἐφημέριος σέ πολλές ἐνορίες, κυρίως Φθώτιδος καί Θεσσαλίας, ἀλλά καί στήν Πάτρα. Γιά τό αὐστηρῶς Ὀρθόδοξο φρόνημά του καί τόν ἀγωνιστικό του ζῆλο προκρίθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο καί στάλθηκε στήν Αὐστραλία, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν τῶν ἐκεῖ τεσσάρων ἐνοριῶν. Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Αὐστραλία διορίστηκε ἐφημέριος τῶν ἐνοριῶν Τυρνάβου καί Πυργετοῦ Λαρίσης.
Φύσει φιλέρημος καί διακρινόμενος καί γιά τό ποιητικό του τάλαντο, στό ὡραῖο καί ἡσυχαστικό φυσικό περιβάλλον τῆς μονῆς του, παρά τίς δυσκολίες τοῦ μοναχικοῦ βίου καί τήν στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, εὕρισκε τήν εὐκαιρία νά συνθέτει στίχους. Τήν περίοδο αὐτή δημοσίευσε τήν πρώτη του ποιητική συλλογή, στήν ὁποία διακρίνει κανείς τά βαθειά πατριωτικά καί θρησκευτικά του αἰσθήματα. Ἀργότερα συνέγραψε καί δημοσίευσε καί ἕνα βιβλίο ἀγωνιστικοῦ περιεχομένου, μέ τόν τίτλο «Βίγλα Ὀρθοδοξίας», στό ὁποῖο καταγράφεται ἡ ἀγωνία του γιά τήν τρέχουσα (τότε) ἐκκλησιαστική κατάσταση.
Τήν Ἱερωσύνη δέχθηκε τό 1961. Χειρονήθηκε ἀπό τόν τότε Ἐπίσκοπο Πατρῶν καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἀνδρέα, στήν Ἱ. Μ. Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ. Ἔκτοτε ὑπηρέτησε σάν ἐφημέριος σέ πολλές ἐνορίες, κυρίως Φθώτιδος καί Θεσσαλίας, ἀλλά καί στήν Πάτρα. Γιά τό αὐστηρῶς Ὀρθόδοξο φρόνημά του καί τόν ἀγωνιστικό του ζῆλο προκρίθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο καί στάλθηκε στήν Αὐστραλία, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν τῶν ἐκεῖ τεσσάρων ἐνοριῶν. Μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Αὐστραλία διορίστηκε ἐφημέριος τῶν ἐνοριῶν Τυρνάβου καί Πυργετοῦ Λαρίσης.
Ὡς Προϊστάμενος τῆς Ἱ. Μ. ἁγ. Ἄννης συνέβαλε τά μέγιστα στήν κτηριακή καί πνευματική της ἀκμή. Ἀνακαίνισε ριζικά τίς προχείρου κατασκευῆς ἀρχικές ἐγκαταστάσεις (τοῦ 1943), μέ τήν δημιουργία δύο εὐπροσώπων πτερύγων κελλίων, τραπέζης, κ.λ.π. Ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τόν Ναό τῆς ἁγ. Ἄννης, σέ ρυθμό Βυζαντινό, πετρόκτιστο, ὡραιοτάτης κατασκευῆς (σήμερα πλήρως ἁγιογραφημένο). Ἀνήγειρε ξενώνα ἐκτός τοῦ μοναστικοῦ περιβόλου, γιά τήν φιλοξενεία καί γυναικῶν. Στό ἀνατολικό ἄκρο τῆς βόρειας πτέρυγας, ἀνήγειρε τό κατανυκτικώτατο Βυζαντινοῦ ρυθμοῦ Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Μηνᾶ (πρός τιμήν τοῦ Γέροντος καί Ἡγουμένου ἀρχιμ. Μηνᾶ).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά, συνεπείᾳ καρδιολογικοῦ προβλήματος, στήν ἀκμή τῆς ἡλικίας του (67 ἐτῶν) καί ἐνῶ μποροῦσε νά προσφέρει πολλά ἀκόμη στόν Ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας, τήν 11η Ἰουλίου 1987. Ἐνταφιάστηκε στή μονή τῆς μετανοίας του. Τῆς κηδείας του προέστη ὁ Σεβ. Μητροπ. Φθιώτιδος κ. Θεοδόσιος (παραδελφός του στή μονή, μέ τόν ὁποῖο συνέζησε συνασκούμενος στό ἴδιο κελλί γιά δέκα χρόνια!), συνευ-χομένων τοῦ Γέροντός του Καθηγουμένου Μηνᾶ (ὁ ὁποῖος ἐκφώνησε καί τόν ἐπικήδειο λόγο), τῶν Ἱερέων Παναρέτου, Ἀποστόλου, Θωμᾶ, Ἀμφιλοχίου, Κηρύκου, Στεφάνου καί Νεοφύτου καί τοῦ Διακόνου Δαμασκηνοῦ.
Τοῦ ἀοιδήμου Ἀρχιμανδρίτου ΙΩΑΣΑΦ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη
Κοιμήθηκε εἰρηνικά, συνεπείᾳ καρδιολογικοῦ προβλήματος, στήν ἀκμή τῆς ἡλικίας του (67 ἐτῶν) καί ἐνῶ μποροῦσε νά προσφέρει πολλά ἀκόμη στόν Ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας, τήν 11η Ἰουλίου 1987. Ἐνταφιάστηκε στή μονή τῆς μετανοίας του. Τῆς κηδείας του προέστη ὁ Σεβ. Μητροπ. Φθιώτιδος κ. Θεοδόσιος (παραδελφός του στή μονή, μέ τόν ὁποῖο συνέζησε συνασκούμενος στό ἴδιο κελλί γιά δέκα χρόνια!), συνευ-χομένων τοῦ Γέροντός του Καθηγουμένου Μηνᾶ (ὁ ὁποῖος ἐκφώνησε καί τόν ἐπικήδειο λόγο), τῶν Ἱερέων Παναρέτου, Ἀποστόλου, Θωμᾶ, Ἀμφιλοχίου, Κηρύκου, Στεφάνου καί Νεοφύτου καί τοῦ Διακόνου Δαμασκηνοῦ.
Τοῦ ἀοιδήμου Ἀρχιμανδρίτου ΙΩΑΣΑΦ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου